Λογοτεχνικά κείμενα Γ και Δ'

Λογοτεχνικά κείμενα για τις τάξεις Γ' και Δ' Δημοτικού


Στο δικό τους σπίτι

 Ιδρωμένη, με τα μαλλιά κολλημένα στο μέτωπο, η Φανή ανεβαίνει με δυσκολία τη σκάλα. Κρατάει  ένα κουτί μεγάλο για το μπόι της. Το σηκώνει ψηλά, για να μπορεί να βλέπει πού πατάει,  κι αυτό την κουράζει πολύ. Πίσω της, αγκομαχώντας, ανεβαίνει ο Φώτης. Σηκώνει στην πλάτη έναν μπόγο και σκύβει τόσο, που λες πως  η μύτη του θ’ ακουμπήσει στα σκαλοπάτια. Ως τον δεύτερο όροφο είναι πολλά...
Το σπίτι φέγγει ολόκληρο. Οι μπαλκονόπορτες  είναι ανοιχτές. Μυρίζει ασβέστης και μπογιά. Οι μπόγοι ρίχνονται όπου να ΄ναι.  Κατεβαίνουν γρήγορα τη σκάλα. Το φορτηγό είναι αραγμένο μπροστά στην είσοδο της πολυκατοικίας. Τα πράγματα ξεφορτώνονται, τα παίρνουν και πάλι ανεβαίνουν. Τα γόνατα τρέμουν, τα χέρια βαραίνουν από την κούραση. Η αναπνοή πιάνεται. Όμως, μ’ όλη την ταλαιπωρία,  η καρδιά τους σκιρτά από χαρά.  Το καινούριο σπίτι είναι δικό τους.
Χρόνια τώρα τα παιδιά άκουγαν τους γονείς τους να συζητούν  για ένα δικό τους σπίτι.  Όμως  συχνά η συζήτηση σταματούσε.  Ένα σπίτι αγοράζεται δύσκολα. Μέχρι τώρα έμεναν σε ένα άλλο με ενοίκιο.
Ο ιδιοκτήτης ήταν λίγο στρυφνός. Στην αρχή δεν ήθελε να το δώσει.
-Έχετε παιδιά; ρώτησε.
-Έχουμε, απάντησε διστακτικά ο πατέρας. Ένα αγόρι κι ένα κορίτσι.
-Ξέρετε, τα παιδιά κάνουν ζημιές. Δυστυχώς δεν γίνεται.
-Μα τα παιδιά είναι μικρά ακόμα.
-Καλά, καλά, ξέρω...
Στο τέλος ο ιδιοκτήτης υποχώρησε.
-Ας είναι, είπε. Οι ενοικιαστές πληρώνουν και τις ζημιές.
Ερχόταν ο ίδιος κάθε μήνα να πάρει το ενοίκιο.  Έριχνε κλεφτές ματιές, μήπως ανακαλύψει καμιά ζημιά.
-Έννοια σας, δεν έχει τίποτα. Τα παιδιά προσέχουν, τον καθησύχαζε η μητέρα.
Τρία χρόνια κράτησε αυτό το βάσανο. Κάποτε βρέθηκαν σε δύσκολη θέση. Η πληρωμή του ενοικίου αργούσε. Ο ιδιοκτήτης του σπιτιού απαιτούσε το ενοίκιο την ορισμένη μέρα.
-Περίπτωση να σου πετύχει! φώναζε. Θέλω τα χρήματα τώρα!
Κι ο πατέρας κι η μητέρα  το ‘βαλαν σκοπό ν’ αγοράσουν ένα σπίτι. Άργησαν λίγο, μα με τη δουλειά τους κι ένα δάνειο που πήραν από την τράπεζα τα κατάφεραν. Το κλειδί έλαμψε μια μέρα στα χέρια τους.
Τα πράγματα κουβαλήθηκαν. Η γλυκιά αναστάτωση κράτησε κάμποσες μέρες.  
Ο πατέρας ακουμπάει στη μπαλκονόπορτα. κοιτάζει  ως πέρα στο βάθος του δρόμου. Αφαιρείται και με τα δάχτυλά του χαϊδεύει απαλά το φρεσκοβαμμένο ξύλο.





Μάνα και παιδί



Περνώ συνέχεια από εκείνον τον δρόμο. Τα χτυπήματα ακούγονται πότε δυνατά και αργά, πότε ελαφρά και γρήγορα. Το σπίτι έχει μπροστά μια μικρή αυλή. Μεγάλες τετράγωνες πέτρες, χαραγμένες στις πλευρές τους, είναι σκορπισμένες εκεί. Είναι μάρμαρα που με το δούλεμα θα γίνουν έργα τέχνης. Μερικά δέντρα στέκουν με τα  σκονισμένα φύλλα τους στην άκρη του δρόμου. Νομίζεις ότι το σπίτι είναι ακατοίκητο κι όμως, τα χτυπήματα έρχονται μέσ’ απ’ αυτό.
Πολλές φορές σκέφτηκα να μπω. Ξέρω πως μέσα δουλεύει ένας γλύπτης. Όμως πάντα διστάζω. Φοβάμαι μήπως τον καθυστερήσω απ’ τη δουλειά του και δεν θέλω να του γίνω εμπόδιο.
Αυτόν τον καιρό δουλεύει μια μαρμάρινη προτομή που θα στηθεί στην πλατεία της γειτονιάς. Την έχει παραγγείλει ο δήμαρχος. Σήμερα το πρωί μάλιστα τον επισκέφτηκε στο εργαστήρι του. Βρήκα κι εγώ την πόρτα ανοιχτή και μπήκα.
-Πώς πάμε; ρώτησε ο δήμαρχος κι έριχνε κλεφτές ματιές στο έργο του καλλιτέχνη. Τα μαλλιά και τα ρούχα του γλύπτη ήταν άσπρα από τη σκόνη.
Εμένα μου τράβηξε την προσοχή ένα έργο στην άκρη της αίθουσας, κοντά στο παράθυρο. Παρίστανε μια μάνα με το μωρό στην αγκαλιά της. Το κεφάλι και τα χέρια του μωρού μόνο ξεχώριζαν. Το υπόλοιπο σώμα ήταν ένα με της μάνας.
-Καλά, απάντησε ο γλύπτης στον δήμαρχο. Τώρα δουλεύω το κεφάλι. Δεν θα αργήσω.
-Τελείωνε, τελείωνε! Τον άλλο μήνα θα γίνουν τα αποκαλυπτήρια. Δράση, παιδί κου, δράση. Κι έφυγε χωρίς να κοιτάξει τίποτα άλλο.
-Τι να του πεις, μονολόγησε ο γλύπτης κουνώντας το κεφάλι του. Σκέφτεται μόνο την τελετή των αποκαλυπτηρίων. Ο καθένας σκέφτεται τα δικά του. 
Γυρίζει και κοιτάζει τη μάνα. Το βλέμμα του το σκιάζει μια μελαγχολία. Τότε με είδε κι εμένα. Με αργά βήματα ήρθε κοντά μου. Στα χέρια του κρατούσε μια σμίλη κι ένα σφυρί.
-Έχουμε επισκέψεις βλέπω.
Αισθάνομαι κάπως δύσκολα. Έμεινα όμως στη θέση μου. Κατάλαβε ότι κοιτούσα με θαυμασμό το άγαλμα με τη μάνα.
-Είναι πολύ όμορφο, είπα με σιγανή φωνή.
    Ένιωσα μια λάμψη στα μάτια του. Προχώρησε προς το άγαλμα και το χάιδεψε με τα σκονισμένα χέρια του.
Τι σπουδαίο πράγμα είναι η τέχνη, σκέφτηκα.







Μια άλλη μητέρα

Κάθομαι στο παράθυρο και κεντάω. Δίπλα μου είναι η κυρία Στέλλα. Έχει  ωραία μακριά δάχτυλα και ξέρει πολύ καλά από κέντημα. Με μαθαίνει κι εμένα με πολύ υπομονή.
Είναι τώρα κάμποσος καιρός που έρχεται στο σπίτι. Πριν τρία χρόνια χάθηκε η μάνα μου. Την κλάψαμε πολύ. Κάθε μέρα τη σκέφτομαι. Ήταν τόσο καλή με όλους. Δεν μπορώ ακόμη να πιστέψω ότι δεν θα την ξαναδώ ποτέ. Έχω τη φωτογραφία της στο δωμάτιό μου. Είχε τόσο γλυκά μάτια!
Μείναμε οι δυο μας με τον πατέρα. Οι εργασίες του τον απασχολούσαν πολλές ώρες την ημέρα. Εγώ έμενα μόνη μου. περνούσα τη μέρα μου με την τηλεόραση και το διάβασμα. Πολύ συχνά ερχόταν στο μυαλό μου η εικόνα της μάνας μου. Μπερδεύονταν η μορφή της με τα γράμματα του βιβλίου. Τα δάκρυα έσταζαν στις σελίδες του.
Έτσι περνούσε ο καιρός.
Μια μέρα ο πατέρας γυρίζοντας από τη δουλειά του, με βρήκε κλαμένη, με τα μάτια κατακόκκινα.
-Γιατί κλαίει το κορίτσι μου; Σου έχω μια έκπληξη. Κοίτα να μη ντροπιαστούμε. Είσαι μεγάλη πια.
Η έκπληξη ήταν η κυρία Στέλλα. Με κοίταξε με τα μεγάλα γαλανά της μάτια όλο συμπάθεια. Άνοιξε τα χέρια της και με πήρε αγκαλιά, μου χάιδεψε τρυφερά τα μαλλιά.
-Ώστε εσύ είσαι η Μαρία; Μου τα έχει πει όλα ο πατέρας σου. Είναι σαν να σε γνωρίζω χρόνια. Είσαι πολύ καλό κορίτσι. Θα γίνουμε πολύ καλές φίλες. Έτσι θα είμαστε για πάντα μαζί.
Η φωνή της ήταν ζεστή και φιλική.
Με τον καιρό γίναμε φίλες. Μου έμαθε να κεντώ, να ζωγραφίζω, να κάνω δουλειές  στο σπίτι.
Είναι ωραίο να σε αγαπούν οι άνθρωποι, σκάφτομαι συχνά.









Οι γερανοί του Ιβύκου



Στην ξακουσμένη Κόρινθο γίνονταν αγώνες μουσικοί. Στο μεγάλο θέατρο είχαν μαζευτεί Έλληνες απ’ όλες τις πόλεις. . Ο Ίβυκος, ο ποιητής από το Ρήγιο της Κάτω Ιταλίας,  ήταν προσκαλεσμένος  να πάρει μέρος  στους αγώνες.
Το καράβι άραξε στον Ισθμό. Οι ταξιδιώτες κατέβηκαν και σκόρπισαν. Μερικοί έκαναν συντροφιές και πήραν γοργά τους δρόμους για τις πατρίδες τους.  Φοβούνταν να μείνουν πολλή ώρα επειδή πολλοί ληστές  σύχναζαν σ’ εκείνα τα μέρη.
Ο Ίβυκος κατέβηκε κι αυτός, κρέμασε τη λύρα του στον ώμο και ξεκίνησε με τα πόδια για την Κόρινθο.  Έφτασε στην άκρη ενός δάσους με πεύκα.
«Δεν κάθομαι λίγο να ξεκουραστώ;» συλλογίστηκε. «Είμαι ακόμη κάπως  μακριά από την πόλη». Κι από κει που βρισκόταν αγνάντεψε  στην πλαγιά του βουνού τη φημισμένη πολιτεία.
Κάθισε στον ίσκιο ενός πεύκου, ξεκρέμασε τη λύρα, πέρασε τα δάχτυλά του στις χορδές της κι εκείνη ήχησε γλυκά. Συνάμα κάποιος θόρυβος ακούστηκε πίσω από τα δέντρα. Ο ποιητής έστρεψε το κεφάλι, δεν είδε τίποτα.
«Κανένα ζωάκι θα ήταν», σκέφτηκε. Σηκώθηκε, πήρε τη λύρα του και συνέχισε το δρόμο του.
Ένα κοπάδι γερανών (πελαργοί) περνούσε εκείνη την ώρα πάνω από το κεφάλι του. Έλαμναν τα φτερά τους και ήταν σαν μια νίκη στο γαλάζιο τ’ ουρανού.
Οι ληστές ωστόσο είχαν προχωρήσει στο δάσος. Κρύφτηκαν πίσω από έναν μεγάλο θάμνο.
-Θα κάνουμε καλή δουλειά, είπε ψιθυριστά ο ένας.
-Φαίνεται να ‘χει πολλά χρήματα πάνω του, είπε ο άλλος. Είδες τη χρυσή του ζώνη και τα πορφυρά του σαντάλια;
-Και το ολόχρυσο στεφάνι στα μαλλιά του; Να τον χτυπήσω πρώτος εγώ;
-Όχι, να κάνεις ό,τι σου λέω. Θα τον πιάσουμε, θα τον δέσουμε, θα του πάρουμε τα χρήματα κι ύστερα...καταλαβαίνεις...
-Ναι, ό,τι πεις αρχηγέ, απάντησε με χαμηλή φωνή ο άλλος.
-Σιγά, να τος, έρχεται. Κοίτα γύρω μην είναι κανένας και μας δει.
-Κοιτάζω, δεν είναι κανένας. Δεν μας βλέπει κανένα μάτι εδώ.
Ο Ίβυκος προχωρούσε ανυποψίαστος. Κάποια στιγμή σήκωσε το κεφάλι και είδε ανάμεσα από τα δέντρα τους γερανούς που λες και ακολουθούσαν τον δρόμο του. Και ξαφνικά  όλα σκοτείνιασαν γύρω του. Μόνο το φτερούγισμα των γερανών άκουσε που τρόμαξαν και ύστερα τίποτα.
Οι ληστές έφυγαν τρέχοντας. Έφτασαν στην Κόρινθο και μπήκαν στο κατάμεστο θέατρο της πόλης. Είδαν τους θεατές σοβαρούς και λυπημένους.
-Μα τι έγινε ο Ίβυκος; Γιατί αργεί; Λες να ‘παθε κάτι;  έλεγαν μεταξύ τους οι θεατές.
Και ξαφνικά η φωνή του κήρυκα:
-Τον Ίβυκο τον σκότωσαν ληστές! Το σώμα του κείτεται στο δάσος έξω από την πόλη!
Την ίδια στιγμή το σμήνος των γερανών πέταξε πάνω από το θέατρο
-Οι γερανοί του Ιβύκου! Φώναξε χλωμός από το φόβο του ένας από τους ληστές.
Το πλήθος τους περικύκλωσε. Πάνω τους απλώθηκε βαρύ το χέρι της δικαιοσύνης.







Ο χωρικός και τ’ αγγούρια


    Κάποτε ένας χωρικός πήγε να κλέψει τ’ αγγούρια του γείτονά του. Πήρε ένα τσουβάλι, σύρθηκε με την κοιλιά κι όταν έφτασε στις αγγουριές, σταμάτησε κι άρχισε να κάνει υπολογισμούς.
«Αν σταθώ τυχερός και γεμίσω ένα τσουβάλι, συλλογίστηκε,  θα το πουλήσω στο παζάρι.  Με τα χρήματα που θα πάρω θ’ αγοράσω μια κότα.  Η κότα θα μου γεννήσει πολλά αυγά αλλά δεν θα τα πουλήσω. Θα τη βάλω να τα κλωσήσει. Τα πουλάκια που θα βγάλει θα τα μεγαλώσω. Θα τα πουλήσω και με τα χρήματα που θα πάρω θ’ αγοράσω μια μικρή γουρούνα. Αυτή θα μου γεννήσει γουρουνάκια. Θα τα μεγαλώσω κι αυτά, θα τα πουλήσω και με τα χρήματα που θα πάρω θ’ αγοράσω μια φοράδα. Η φοράδα θα μου γεννήσει αλογάκια.  Θα τα μεγαλώσω και θα τα πουλήσω. Με τα χρήματα που θα πάρω θ’ αγοράσω ένα σπίτι και θα φυτέψω ένα περιβόλι.  Μάλιστα, θα φτιάξω ένα περιβόλι. Και θα φυτέψω ανάμεσα στ’ άλλα και αγγουράκια αλλά δεν θα αφήνω κανέναν  να με κλέβει. Θα έχω φύλακες να τα φυλάνε αλλά κι εγώ ό ίδιος θα τα φυλάω καλά. Θα πηγαίνω κρυφά, χωρίς να με παίρνουν είδηση, και θα φωνάζω:
«Ε, εσείς εκεί κάτω, φυλάτε καλύτερα τ’ αγγούρια!»
Αλλά ο χωρικός είχε τόσο πολύ αφαιρεθεί από τα όμορφα σχέδιά του που είχε πλάσει με τη φαντασία του, ώστε ξέχασε εντελώς πως βρισκόταν μέσα στο περιβόλι του γείτονα και σκόπευε να του κλέψει τα αγγούρια του.  Γι’ αυτό και τα τελευταία αυτά λόγια  τα  φώναξε με όλη του τη δύναμη. Όμως οι φύλακες του γείτονα  άκουσαν τις φωνές του, έτρεξαν, τον έπιασαν και του έδωσαν ένα γερό ξύλο να το θυμάται σε όλη του τη ζωή.

Λέων Τολστόι







Οι Αμαδρυάδες



Το αυτοκίνητο κατέβαινε τις στροφές του δρόμου. Οι βελανιδιές, με το λυγερό κορμί και τη φουντωμένη φυλλωσιά, έλεγες πως χόρευαν πιασμένες κλώνο κλώνο.  Τα παιδιά, αν και είχαν ζαλιστεί λίγο,  έβλεπαν από μέσα τον όμορφο χορό των δέντρων.
-Είναι πραγματικές Αμαδρυάδες, είπε η μητέρα.
-Τι είναι οι Αμαδρυάδες; ρώτησε η Νίκη.
Είναι οι Νύμφες που στην αρχαιότητα πίστευαν ότι  προστάτευαν τις βελανιδιές.  Ζούσαν μέσα σ’ αυτές, μεγάλωναν και πέθαιναν μαζί τους.
-Σκεφτείτε, είπε ο πατέρας,  για τους αρχαίους Έλληνες αυτά τα δέντρα ήταν ιερά. Πίστευαν ότι μέσα σε κάθε δέντρο κατοικούσε μια μικρή θεότητα που τις έλεγαν Νύμφες . Στις βελανιδιές κατοικούσαν οι Νύμφες Αμαδρυάδες.
Ο χορός των Αμαδρυάδων κάποια στιγμή σταμάτησε. Ο πατέρας σταμάτησε το αυτοκίνητο σε μια πηγή για να ξεπιαστούν και να ξεδιψάσουν οι ταξιδιώτες. Μόλις κατέβηκαν προχώρησαν λίγο μέσα στο δάσος.  Βαθιά άκουσαν χτυπήματα ξυλοκόπων.
-Άκου, είπε ο Φίλιππος. Κόβουνε δέντρα. Σκοτώνουν τις Νύμφες!
Ο πατέρας δεν μίλησε. Φαινόταν σκεπτικός.
-Ξέρετε, είπε στα παιδιά, και στ’ αρχαία χρόνια έκοβαν οι άνθρωποι δέντρα σε μέρη που προστατεύονταν από τους θεούς.  Υπάρχει μάλιστα ένας μύθος που μιλά για έναν άμυαλο νέο που πήγε να κόψη μια μεγάλη βελανιδιά. Η Νύμφη τον παρακαλούσε να μην σηκώσει το τσεκούρι του και να χτυπήσει τον κορμό της.  Εκείνος πού ν’ ακούσει την Αμαδρυάδα! Με τη δεύτερη, την τρίτη τσεκουριά  γίνεται το φονικό του όπλο κομμάτια. Και η Νύμφη τον καταράστηκε να βασανίζεται σε όλη του τη ζωή...
Το αυτοκίνητο σε λίγο ξεκίνησε. Μόνο οι ξυλοκόποι καταστρέφουν τα δάση; Μήπως και τόσες πυρκαγιές δεν έχουν κατακάψει τις Αμαδρυάδες στα βουνά μας; 








Μένιππος και Χάροντας
Πρόσωπα: Χάροντας, Μένιππος, Ερμής


ΧΑΡΟΝΤΑΣ: Δώσε μου, καταραμένε, τα ναύλα (εισιτήρια).
ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Φώναζέ το, Χάροντα, αν αυτό σ’ ευχαριστεί.
ΧΑΡΟΝΤΑΣ: Δώσε μου σου λέω τα χρήματα για τα ναύλα.
ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Δεν παίρνεις τίποτα από αυτόν που δεν έχει.
ΧΑΡΟΝΤΑΣ: Υπάρχει κανείς που δεν έχει ούτε έναν οβολό;
ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Αν υπάρχει και κανένας άλλος, δεν ξέρω, εγώ πάντως δεν έχω.
ΧΑΡΟΝΤΑΣ: Μα τον Πλούτωνα, θα σε πνίξω, παλιάνθρωπε, αν δεν μου δώσεις αυτά που μου χρωστάς για να σε περάσω απέναντι στην Αχερουσία λίμνη και να σε πάω στον Κάτω κόσμο.
ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Κι εγώ με τη μαγκούρα μου θα σου τσακίσω το κρανίο.
ΧΑΡΟΝΤΑΣ: Τσάμπα θα κάνεις δηλαδή εσύ αυτό το ταξίδι;
ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Ο Ερμής να πληρώσει για μένα  γιατί αυτός με παρέδωσε στην αφεντιά σου.
ΕΡΜΗΣ: Ωραία τα λες! Να πληρώσω εγώ για τους πεθαμένους!
ΧΑΡΟΝΤΑΣ: Αμ δεν θα σ’ αφήσω να μου ξεφύγεις!
ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Τότε τράβα πίσω τη βάρκα και περίμενε. Αφού εγώ δεν έχω τίποτα, τι θα πάρεις λοιπόν;
ΧΑΡΟΝΤΑΣ: Εσύ όμως δεν ήξερες πως πρέπει να πληρώσεις;
ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Το ‘ξερα, μα δεν είχα. Δηλαδή έπρεπε γι’ αυτό να μην πεθάνω;
ΧΑΡΟΝΤΑΣ: Κι εσύ μονάχα θα καυχιέσαι ότι ταξίδεψες στον Κάτω Κόσμο τσάμπα;
ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Όχι και τσάμπα, φίλε μου! Και νερό έβγαλα απ’ τη βάρκα και στο κουπί έβαλα ένα χέρι και ήμουν ο μόνος που δεν έκλαιγα ενώ όλοι οι άλλοι σα ζάλιζαν στο κλάμα.
ΧΑΡΟΝΤΑΣ: Αυτά δεν ισοφαρίζουν τα ναύλα. Πρέπει να πληρώσεις σε χρήμα όπως κάνουν όλοι. Δεν γίνεται αλλιώς.
ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Τότε λοιπόν,  πήγαινέ με πάλι πίσω στη ζωή.
ΧΑΡΟΝΤΑΣ: Ωραίος είσαι! Να με μαυρίσει στο ξύλο ο Αιακός1!
ΜΕΝΙΠΠΟΣ:  Ε, τότε, παράτα με.
ΧΑΡΟΝΤΑΣ: Δείξε μου τι έχεις στη σακούλα που κουβαλάς.
ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Λούπινα, αν θέλεις να σου δώσω να φας και τα δείπνα της Εκάτης2.
ΧΑΡΟΝΤΑΣ: Δε μου λες εσύ Ερμή, από πού μας κουβάλησες εδώ αυτόν τον σκύλο; Σ’ όλο το ταξίδι δεν έβαλε γλώσσα μέσα, μόνο περιγελούσε και  τους κορόιδευε όλους. Άσε που τραγουδούσε συνεχώς την ώρα που οι άλλοι βογκούσαν γι’ αυτό που έπαθαν.
ΕΡΜΗΣ: Δεν ξέρεις, Χάροντα, με ποιον έχεις να κάνεις. Ο Μένιππος είναι ένας πραγματικά ελεύθερος άνθρωπος που για τίποτα δεν στενοχωριέται.
ΧΑΡΟΝΤΑΣ: Αν σε πετύχω πουθενά καμιά άλλη φορά, θα δεις τι έχεις να πάθεις!
ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Αν με πετύχεις λες,  παλιόφιλε;  Δυο φορές δεν μπορείς να με συναντήσεις. 

                                                                      Λουκιανός

1. Αιακός: Ένας από τους δικαστές του Άδη.
2. Τα δείπνα της Εκάτης ήταν φτωχικά φαγητά που άφηναν οι αρχαίοι Αθηναίοι στα σταυροδρόμια  τη νύχτα  προς τιμή της θεάς Εκάτης για να τα παίρνουν κρυφά οι φτωχοί.









Μέσα στη σπηλιά

 

Οι ανταύγειες από τη φωτιά έπεφταν πάνω στα τοιχώματα της ευρύχωρης σπηλιάς. Η φλόγα εμπόδιζε την κρύα νύχτα να μπει μέσα κι ο άντρας έριχνε μεγάλα ξερά κούτσουρα, που τριζοβολούσαν  καθώς η φωτιά τα έγλειφε. Στην αρχή αρπαζόταν από μια τους άκρη, ύστερα άρχιζε να τρώει τη σάρκα τους και να δυναμώνει...
Πλάι καθόταν η γυναίκα. Κρατούσε το παιδί που είχε αποκοιμηθεί ακουμπώντας  τον κόρφο της. Τα ρούχα τους ήταν φτιαγμένα από δέρματα ζώων, που είχαν σκοτώσει πριν από λίγο καιρό. Λίγο πιο πέρα από τη φωτιά ήταν το τσεκούρι. Φτιαγμένο από πέτρα, ένα από τα πρώτα και σπουδαία εργαλεία που είχε κατασκευάσει ο άνθρωπος. Ήταν δεμένο γερά με φλούδες δέντρων στην άκρη από ένα ξύλινο στειλιάρι. Το τσεκούρι αυτό δε χρησίμευε για όπλο εναντίον των ομοίων του. Το είχε μόνο για να σκίζει ξύλα και να σκοτώνει τα ζώα, που του έδιναν τροφή και τον έντυναν. Μ’ αυτό είχε σκοτώσει και τούτο το μεγάλο ελάφι, που κείτονταν στο μέσα μέρος της σπηλιάς.
Η σημερινή ήταν μια παγερή μέρα. Μόλις ο μεγάλος ήλιος φώτισε τη γη, ο άντρας βγήκε από τη σπηλιά του για να κυνηγήσει. Έπρεπε να βρει τροφή για την οικογένειά του. Τώρα πια δεν ήταν μόνος. Μέσα στη σπηλιά, γύρω από τη φωτιά, μαζεύονταν και η γυναίκα του και το παιδί του.
Χώθηκε μέσα στα πανύψηλα χόρτα αι μέσ’ από ένα άνοιγμα έβλεπε τα μεγαλόσωμα ζώα που περνούσαν. Ξαφνικά, ένα καμαρωτό ελάφι, με τα κλαδωτά του κέρατα, στάθηκε απέναντί του. Χωρίς να χάσει καιρό, σήκωσε το τσεκούρι του και μ’ ένα χτύπημα σώριασε κάτω το περήφανο δέντρο του κεφαλιού του. Στάθηκε κάμποση ώρα με μια ανείπωτη θλίψη στο βλέμμα. Ύστερα, ένα αδιόρατο χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη του.
Έσκυψε, σήκωσε το ελάφι, το φορτώθηκε στον ώμο και το ‘φερε στη σπηλιά. Το ‘ριξε σε μια γωνιά. Προχώρησε στο βάθος, όπου ένα μικρότερο άνοιγμα οδηγούσε σ’ ένα σκοτεινό και στενό χώρο. Εκεί, άναψε φωτιά και τα τοιχώματα φωτίστηκαν. Πολλά ζώα, μικρά και μεγάλα,  ήταν ζωγραφισμένα εκεί. Άλλα παριστάνονταν πεσμένα, άλλα γονατισμένα, άλλα όρθια να τρέχουν και άλλα ακίνητα.
Γύρισε το κεφάλι του και κοίταξε τη γυναίκα που είχε αποκοιμηθεί μέσα σε δέρματα ζώων. Από το άνοιγμα της σπηλιάς έβλεπε έξω τη νύχτα. Αθόρυβες νιφάδες χιονιού στροβιλίζονταν  σ’ έναν ατελείωτο μαγικό χορό...










Το τέχνασμα του σοφού


Κάποτε, στην πόλη Πριήνη, που ήταν πρωτεύουσα της Καρίας, είχε πολιορκηθεί ασφυκτικά από τους Λυδούς. Η πολιορκία βάσταξε πολύ και οι δύστυχοι πολιορκημένοι είχαν αποκάμει. Μα δεν ήταν λιγότερο αποκαμωμένοι και οι Λυδοί πολιορκητές. Η πόλη ήταν περιτειχισμένη με γερά και ψηλά τείχη και δεν έλεγε να πέσει. Έτσι, πολιορκητές και πολιορκημένοι γύρευαν μια δικαιολογία να σταματήσει ο πόλεμος και να γίνει συνθήκη, δίχως κανένας τους να βγει ταπεινωμένος.
Από τη δύσκολη αυτή θέση έβγαλε την πόλη του και τους Λυδούς ο Βίας, ένας από τους εφτά σοφούς της αρχαίας Ελλάδας. Πρώτα συμβούλεψε τους συμπατριώτες του τους Πριηνείς  να θρέψουν καλά δυο μουλάρια και να τ’ αφήσουν ελεύθερα έξω από τα τείχη, τάχα πως τους ξέφυγαν. Το τέχνασμα έπιασε. Οι Λυδοί βλέποντας τόσο καλοθρεμμένα τα μουλάρια, σκέφτηκαν πως  αφού οι Πριηνείς τρέφουν έτσι τα ζώα τους, είναι φυσικό να τρώνε καλά κι εκείνοι. Άρα έχουν τις αποθήκες τους γεμάτες με μπόλικες τροφές και ποτέ δεν θα παραδοθούν από την πείνα.
Έτσι, αποφάσισαν να στείλουν μες στην Πριήνη αντιπροσώπους τους και να ζητήσουν συνθηκολόγηση. Ο Βίας όμως, για να μη ζητήσουν οι Λυδοί μεγάλα ανταλλάγματα, σκέφτηκε να σκαρώσει και κάτι άλλο. Έβαλε τους συμπατριώτες του να κουβαλήσουν με ζεμπίλια και σάκους χώμα και το σώριασαν στη μέση της πλατείας. Έτσι σχηματίστηκε εκεί ένα μεγάλος χωμάτινος σωρός. Όταν έγινε αρκετά ψηλός, ζήτησε να φέρουν από τα κελάρια τους όσο σιτάρι τους απόμεινε και πασπάλισαν μ’ αυτό τον χωμάτινο σωρό. Τώρα έμοιαζε ολόκληρος με λόφο από σιτάρι.
Οι αντιπρόσωποι των Λυδών, σαν είδαν αυτό το αναπάντεχο, τα ‘χασαν. Πίστεψαν πως οι Πριηνείς έχουν στ’ αλήθεια άφθονο σιτάρι και μπορούν να κρατήσουν όχι για μήνες μα και για χρόνια ακόμα. Γι’ αυτό, δέχτηκαν όλους τους όρους των Πριηνέων, έλυσαν την πολιορκία κι έφυγαν. Δε ζήτησαν άλλο παρά να είναι και οι δυο λαοί αγαπημένοι αναμεταξύ τους και να ζουν ήσυχοι και χαρούμενοι στις όμορφες χώρες τους.











Τα περδικόπουλα


Όταν ήρθε το φθινόπωρο, τα περδικόπουλα άλλαξαν δυο και τρεις φορές τα φτερά τους με άλλα πυκνότερα και δυνατότερα. Μεγάλωσαν αρκετά και μπορούσαν να πετάξουν μακριά και να φυλαχτούν από κάθε κίνδυνο.  Μα προτίμησαν να βόσκουν μαζί με τους γονείς τους. Όπως κι αν είναι,  οι μεγάλοι ξέρουν περισσότερα από τα παιδιά.
Και να σου πω, έκαναν πολύ φρόνιμα. Γιατί από δω και μπρος, είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος. Τα χωράφια θερίστηκαν και οι κυνηγοί βγήκαν με τα σκυλιά τους στο κυνήγι.  Μπαμ, μπουμ, ακούγεται δεξιά κι αριστερά. Γαβ, γαβ, γαβ γαβγίζουν τα σκυλιά τους. Οι πέρδικες σαν βλέπουν τον κυνηγό και ακούνε τα σκυλιά του λουφάζουν.
-Πιάσε το καθένα σας από έναν σβόλο κι ακίνητα! προστάζει ο πατέρας.
Όλα κάθονται χάμω, κρυμμένα πίσω από τους σβόλους κι ο κυνηγός περνά ανάμεσά τους με το δάχτυλο στη σκανδάλη του τουφεκιού και κοιτάζει με προσοχή. Ολούθε κοιτάζει, μα δε βλέπει τίποτα. Άλλο από χώμα, δε βλέπει. Έξαφνα ο σκύλος του οσμίζεται, στέκει ακίνητος και με το ρύγχος του δείχνει στον κυνηγό έναν σβόλο. Εκείνος πλησιάζει.
-Προσέξτε τώρα. Ό,τι κάνω, να κάνετε, λέει ο πατέρας.
Κι έξαφνα πετιέται με φτεροκοπήματα εμπρός από τη μύτη του κυνηγού. Ξαφνιάζεται εκείνος και σηκώνει κατά κει το τουφέκι του. Μα την ίδια στιγμή άλλο «φρου»! ακούγεται κάτω από τα πόδια του. Γυρίζει από κει το τουφέκι ο κυνηγός, μα ώσπου να σημαδέψει, ακούσει γύρω του άλλα φτεροκοπήματα και βλέπει τα περδικόπουλα να πετούν δεξιά κι αριστερά, εμπρός και πίσω του.  Πού να πρωτοσημαδέψει και ποιο να χτυπήσει πρώτο; Στέκεται στη μέση του χωραφιού με το τουφέκι στο χέρι και θυμώνει που οι πέρδικες τον κορόιδεψαν.
-Καλά τα καταφέραμε, είπε ο πέρδικος σαν είδε τη μάνα και τα παιδιά του που σώθηκαν από τον κίνδυνο. Πάμε τώρα να φάμε κανένα σταφύλι, να το γιορτάσουμε. Κι άρχισε να τραγουδάει χαρούμενος:
«-Πού ‘σουν πέρδικα γραμμένη
κι ήρθες την αυγή βρεγμένη;
-Ήμουνα στα πέρα πλάγια
στις δροσιές και στα χορτάρια.
-Τι έτρωγες πέρα στα πλάγια,
στις δροσιές και στα χορτάρια;
-Έτρωγα το Μάη τριφύλλι
και τον Αύγουστο σταφύλι.»

Ανδρέας Καρκαβίτσας









Το στάρι που έγινε σαν αμύγδαλο


Στα πολύ παλιά χρόνια ζούσανε στο χωριό μας δυο καλοί άνθρωποι. Ψέματα δεν έλεγαν. Κακό λόγο δεν ξεστομίζανε. Ό,τι καλό περνούσε από το χέρι τους το κάνανε.  Τον έναν τον λέγανε Μανόλη και τον άλλον Γιώργη. Μα ήρθε καιρός που ο Μανόλης παραφτώχυνε. Είχε ένα χωράφι μοναδικό και αναγκάστηκε να το πουλήσει.  Πήγε και βρήκε τον άλλο καλό άνθρωπο, τον Γιώργη,  και του λέει: «Πάρ’ το εσύ, κι αν τα καταφέρω  κανέναν καιρό, μου το ξαναγυρίζεις πίσω».
Πέρασε το καλοκαίρι και ήρθαν τα πρωτοβρόχια. Ο Γιώργης άρχισε να οργώνει το καινούριο του χωράφι, να το ετοιμάζει για τη σπορά. Καθώς όργωνε, το υνί σκάλωσε σ’ ένα πιθάρι. Το πιθάρι ήταν γεμάτο ως πάνω με φλουριά χρυσά. Το σκέπασε αμέσως  και πήγε να βρει τον Μανόλη, που του είχε πουλήσει το χωράφι.
-Μανόλη μου, του λέει, άνοιξε η τύχη σου! Στο χωράφι που μου πούλησες, βρήκα ένα πιθάρι με χρυσά φλουριά και να ‘ρθεις να τα πάρεις.
-Απ’ το δικό σου το χωράφι, Γιώργη μου, να πάρω φλουριά;
-Άκου, Μανόλη μου, εσύ μου πούλησε σκέτο χωράφι, δεν μου πούλησες  φλουριά. Δεν το θέλει η καρδιά μου μήτε η τιμή μου να πάρω ξένο πράγμα.
-Άκου, Γιώργη, του λέει ο Μανόλης. Εγώ άμα σου πούλησα το χωράφι, το πούλησα όπως ήταν. Δεν ξεχώρισα να σου πω αν βρεις φλουριά, θα είναι δικά μου.
Ο Μανόλης έλεγε πως τα φλουριά έπρεπε να τα πάρει ο Γιώργης κι ο Γιώργης  πως πρέπει να τα πάρει ο Μανόλης. Στο τέλος αποφάσισαν να πάνε στον σοφό του χωριού για να τους συμβουλέψει.
Έτσι κι έτσι, του λένε και του διηγούνται την ιστορία με το πιθάρι και τα φλουριά.
-Δύσκολο δεν είναι να το ξεμπερδέψουμε, τους λέει ο σοφός. Θα παντρέψετε τα παιδιά σας. Εσύ Μανόλη θα δώσεις τον γιο σου κι εσύ Γιώργη θα δώσεις την κόρη σου. Για να ζήσουν θα τους δώσετε τα φλουριά και το χωράφι. Να τους δώσετε και την ευχή σας για να γίνουν καλοί άνθρωποι σαν κι εσάς.
Παντρεύτηκε ο γιος του Μανόλη με την κόρη του Γιώργη και γίνηκε μεγάλος γάμος στο χωριό. Το καινούριο αντρόγυνο καλλιέργησε με πολλή αγάπη το χωράφι και το σπείρανε την πρώτη χρονιά σιτάρι. Από κείνο το χωράφι, που ήτανε το χωράφι της τιμιότητας, βγήκε στάρι μεγάλο σαν αμύγδαλο!

Έλλη Αλεξίου







Το πατρικό σπίτι


Οι Έλληνες της Βόρειας Κύπρου υποχρεώθηκαν από τον τουρκικό στρατό ν’ αφήσουν τα σπίτια τους και να καταφύγουν πρόσφυγες στο νότιο ελεύθερο τμήμα του νησιού.

Σαν έμαθα πως η Φωτεινή θα ‘φευγε για το χωριό, έκλαιγα απαρηγόρητα.
-Πάρε με μαζί σου, Φωτεινούλα μου, της έλεγα. Πάρε με μαζί σου κι ό,τι θέλεις σου χαρίζω.
Μα όσο κι αν επέμενα και την παρακαλούσα, η Φωτεινή δεν έλεγε να μ’ ακούσει.
Την ίδια γνώμη είχε κι ο πατέρας. Η άδεια για επίσκεψη στο Βορρά δόθηκε μονάχα για τη Φωτεινή, που ήταν μεγαλύτερη από μένα. Πώς μπορούσα να πάω κι εγώ;
Δε με ξάφνιασαν τα λόγια του πατέρα. Το ‘ξερα πως οι μεγάλοι πολύ λίγες φορές μπορούν να συμφωνήσουν μ’ εμάς τους μικρούς. Μα η Φωτεινή; Γιατί να μη θέλει να με βοηθήσει;
Μήνες και μήνες λογαριάζαμε μαζί τούτο το ταξίδι. Λέγαμε πως, σαν  δοθούνε οι άδειες, μαζί θα πάμε στο σπιτάκι μας και στο χωριό μας. Γιατί λοιπόν τώρα όλο μου βρίσκει δικαιολογίες κι όλο μου λέει πως δεν μπορεί;
Κάκιωσα μαζί της και είπα πως τα χάλασα μια για πάντα. Δε θα της ξαναμιλούσα ποτέ, μα ποτέ στη ζωή μου.
Σαν ήρθε όμως η ώρα του αποχωρισμού, ένιωσα παράξενα. Μια ανησυχία με τύλιξε, που δεν την περίμενα. Ήξερα καλά τι σήμαινε να περάσει κανείς το συρματόπλεγμα.   Δυο χρόνια είχαμε ζήσει την τρομάρα και τη φρίκη της κατοχής.
Αν πάθει κάτι η Φωτεινή; Αν δεν ξαναγυρίσει; Σίγουρα ο πατέρας είχε δίκιο. Το ταξίδι στο Βορρά δεν είναι «παίξε γέλασε». Κι εγώ πώς θα μπορέσω να στείλω την αδερφούλα μου σ’ ένα τέτοιο ταξίδι, χωρίς ένα γλυκό χαμόγελο;
Στάθηκα και την κοίταξα αναποφάσιστη.
-Γεια σου, μου κάνει κι η φωνή της ήταν γλυκιά όσο ποτέ άλλοτε. Άπλωσε τα χέρια και με τύλιξε στην αγκαλιά της. Τι θέλεις να σου φέρω απ’ το χωριό;
Το σπίτι μας και τον παππούλη, πήγα να πω, μα πάλι μετάνιωσα. Κατάλαβα πως θα ζητούσα πράγματα απίθανα.
-Δυο σαλιγκάρια, Φωτεινή, της ψιθύρισα. Δυο σαλιγκάρια απ’ το περιβόλι μας.
Κι αληθινά, εκείνη τη στιγμή δεν ήξερα γιατί το ζήτησα. Έτσι μου ‘ρθε.
Θυμήθηκα πως τέτοια εποχή πολλά σαλιγκάρια σεργιάνιζαν στο περιβόλι μας κι εγώ τα μάζευα και τα ‘βαζα στη γραμμή. Τους έδινα το σύνθημα να ξεκινήσουν και παρακολουθούσα ποιο θα  ξεπεράσει  τ’ άλλα στο περπάτημα. Μα τώρα τι τα ‘θελα τα δυο σαλιγκάρια;
Μόνο σαν γύρισε με το καλό η Φωτεινούλα μας και τα είδα, τότε μονάχα κατάλαβα πόσα πολλά σήμαιναν για μένα.
Τα πήρα με λαχτάρα και τ’ άφησα να περπατήσουν στη βεράντα. Τα κοίταζα, τα κοίταζα καθώς σέρνονταν αργά αργά  και στα μάτια μου ανέβαιναν δάκρυα.
Στη ράχη τους κουβαλούσαν το σπιτάκι τους.
-Να μπορούσα να ‘κανα κι εγώ το ίδιο, μουρμούρισα.

 Κίκα Πουλχερίου








Για τον πατέρα


Δεν ήταν πρώτος στα μαθήματα ούτε στο τρέξιμο ούτε στο πήδημα. Στην τάξη δεν τον πρόσεχε κανείς ιδιαίτερα, δεν είχε ακούσει ένα «μπράβο» και στα διαλείμματα, αν έπαιζε, ήταν πάντα μ’ αυτούς που φτιάχνουν μια ομάδα. Ποτέ δεν ήταν αρχηγός. Αρχηγός ήμουν εγώ, ήταν ο Πότης, ο Βαγγέλης. Εμείς κανονίζαμε πότε θα παίξουμε πόλεμο ή κλέφτες κι αστυνόμους, εμείς είχαμε το προνόμιο να λέμε ιστορίες. Οι άλλοι άκουγαν. Όλο για κατορθώματα τους λέγαμε, ηρωισμούς, παλέματα, πετροπόλεμους, μονομαχίες. Και όλα φανταστικά! Τα ξέραμε πως δεν ήταν αλήθεια αυτά που λέγαμε. Ποτέ δεν είχαν γίνει τέτοια πράγματα στο χωριό μας, μα αυτό δεν είχε καμιά σημασία.
Μιλούσαμε ακόμα και για φαντάσματα! Μας άρεσαν οι άγριες ιστορίες, που ανακατεύονταν  οι υπερφυσικές δυνάμεις. Όλο κάτι είχαμε δει, όλο και κάτι είχαμε ακούσει. Και το δειλινό, την ώρα που μεγάλωναν και βάραιναν οι ίσκιοι, όλο σ’ αυτά γύριζε η κουβέντα μας. Ανατριχιάζαμε κρυφά, μα κανένας δεν τ’ ομολογούσε.
Δεν ξέρω πώς βγήκε τότε η φήμη, που όλο και φούντωνε: Ο Αντρέας φοβάται!
-Φοβάσαι, βρε; Αλήθεια είναι ότι φοβάσαι στα σκοτάδια;
-Ναι, έκαμε ήσυχα όπως όλα του. Φοβάμαι, τη νύχτα αγριεύομαι, δεν το θέλω!
Και μια μέρα αναποδογυρίστηκε ο κόσμος όλος. Όλα, ό,τι πιστεύαμε, γκρεμίστηκαν έτσι σε μια στιγμή και το ξάφνιασμά μας ήταν μεγάλο, τόσο που για καιρό χάσαμε τα νερά μας και δεν ξέραμε πια τι να πιστεύουμε και τι όχι.
Μπήκε ο δάσκαλος στην τάξη ένα πρωί και κοίταξε τον Αντρέα.
-Τη νύχτα ο Αντρέας δεν κοιμήθηκε καθόλου, είπε. Αρρώστησε ο πατέρας του και πήγε  να φέρει τον γιατρό. Μα ο γιατρός δεν ήταν στο χωριό, γι’ αυτό χρειάστηκε να πάει στα Δεντρά, για να τον βρει και να τον φέρει.
Έπειτα άρχισε το μάθημα, μα κανείς δεν είχε νου ν’ ακούσει. Έβρεχε έξω σιγανά κι όλων η σκέψη ήταν στη χτεσινή νύχτα, που ερχόταν η μπόρα η μεγάλη κι άστραφτε και βροντούσε και φυσούσε ο αέρας να ξεριζώσει τα δέντρα και πήρε σκεπές και γκρέμισε πεζούλια... Κείνη την ώρα ο Αντρέας – που μας έλεγε ότι αγριεύεται στα σκοτάδια – περπατούσε ολομόναχος να φέρει τον γιατρό.
Στο διάλειμμα πήγα κοντά του.
-Είδες, του είπα, μας κορόιδευες όλους τόσον καιρό. Δεν φοβήθηκες καθόλου χτες τη νύχτα.
-Φοβήθηκα! Ποιος το είπε ότι δεν φοβήθηκα; έκανε νυσταγμένα. Κι έφυγε.

Γαλάτεια Σαράντη









Στην άκρη του βάλτου


Μια τουφεκιά ράγισε τη σιωπή του βαλτότοπου. Ύστερα ένα «πλαφ» όπως όταν πέφτει νεκρό σώμα στο νερό. Το σκυλί, γρήγορο, μπήκε στα ρηχά νερά. Βούλιαξε μέσα στο βούρκο, χανόταν ανάμεσα στα καλάμια και τα μελισσόχορτα. Κάποια στιγμή το νερό έφτασε μέχρι το λαιμό του. Μα εκείνο δεν έκανε πίσω. Πού και πού γύριζε το κεφάλι και κοίταζε τον κυνηγό.
Ξαφνικά ακούστηκε ένα δυνατό φτερούγισμα. Η αγριόπαπια, με το γαλαζοπράσινο κορμί και τις παρδαλές φτερούγες, πετούσε βολίδα μια σπιθαμή πάνω από τ’ ακύμαντα ασημοπράσινα νερά. Ο κυνηγός σήκωσε το όπλο  και σημάδεψε. Το πουλί είχε προφτάσει να τρυπώσει σε κάτι πυκνούς θάμνους. Με μεγάλα πηδήματα, με το σακίδιο στον ώμο του και το όπλο ακόμη να αχνίζει, ο κυνηγός προχώρησε μέσα στο νερό.
Το σκυλί είχε βρει τη σκοτωμένη νερόκοτα. Την κρατούσε στα δόντια ματωμένη, βρεγμένη, με το κεφάλι και τις φτερούγες να κρέμονται και την έφερνε θριαμβευτικά στο αφεντικό του.
-Αυτό είναι άδικο, είπε το παιδί που παρακολουθούσε με τα μεγάλα απορημένα του μάτια το φονικό της αγριόπαπιας. Είχε ξεκινήσει από το πρωί με τον πατέρα του για το χωράφι κοντά στον βάλτο. Εκείνος όργωνε, το παιδί το τράβηξε το νερό. Γύρισε στον πατέρα του.
-Είναι άδικο, ξανάπε. Μερικοί νομίζουν πως μπορούν  να σκοτώνουν έτσι, γιατί τους αρέσει.
-Τι μουρμουρίζεις; ρώτησε ο πατέρας.
-Κάτι λέω γι’ αυτούς που σκοτώνουν. Είδα έναν μόλις τώρα εκεί στον βάλτο...
Ο πατέρας κούνησε το κεφάλι.
-Ο ανυπεράσπιστος έτσι χάνεται πάντα. Κρίμα...Ποιος νοιάζεται γι’ αυτόν;
-Όχι, δεν πρέπει να γίνεται έτσι! είπε το παιδί. Είναι άδικο, δεν μου αρέσει. Τα πουλιά είναι τόσο όμορφα και δεν πειράζουν κανέναν.
-Έχεις δίκιο, του απάντησε ο πατέρας. Έλα τώρα να με βοηθήσεις να τελειώσουμε.
Ο κυνηγός είχε ξεμακρύνει. Ο θόρυβος από τις πατημασιές του έσβηνε σιγά σιγά.
Το παιδί κοίταξε για μια ακόμη φορά προς τον βάλτο.  Το κυνήγι δεν ταιριάζει στον άνθρωπο, σκέφτηκε. Είναι λάθος.













Η μάχη στις Θερμοπύλες


Στις Θερμοπύλες ο μάντης  Μεγιστίας εξέτασε τα σπλάχνα των θυμάτων και εξήγησε  στους Έλληνες πως την αυγή τους περιμένει ο θάνατος. Ύστερα ήρθαν μερικοί Έλληνες, που λιποτάχτησαν από τους εχθρούς τη νύχτα, και τους είπαν πως οι Πέρσες έκαμαν το γύρω του βουνού. Τρίτοι έφεραν την είδηση οι ημεροσκόποι (φύλακες, σκοποί), που κατέβηκαν τρέχοντας από τις κορυφές που φυλούσαν, όταν πια άρχισε να ξημερώνει. Οι Έλληνες έκαναν σύσκεψη, οι γνώμες τους όμως διχάστηκαν. Άλλοι δεν ήθελαν να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους, άλλοι έλεγαν το αντίθετο. Έτσι, χωρίστηκαν και πολλοί σκόρπισαν και επέστρεψαν ο καθένας στην πόλη του. Εκείνοι όμως που ήταν μαζί με τον Λεωνίδα πήραν την απόφαση να μείνουν εκεί, στο στενό των Θερμοπυλών.
Ο Ξέρξης, ο βασιλιάς των Περσών, έκανε σπονδές, μόλις ανέτειλε ο ήλιος. Και την ώρα που γεμίζει η αγορά έκανε επίθεση. Αυτή την ώρα τον συμβούλεψε ο Εφιάλτης  ν’ αρχίσει τη μάχη. Έτσι, απ’ τη μια μεριά οι βάρβαροι με τον Ξέρξη πλησίαζαν το στενό κι απ’ την άλλη οι Έλληνες με τον Λεωνίδα περίμεναν με γενναιότητα τον θάνατο.
Στο προστατευτικό τείχος των Ελλήνων υπήρχε φρουρά και τις προηγούμενες μέρες έβγαιναν από κει και πολεμούσαν. Σ’ αυτές τις μάχες σκοτώθηκαν πολλοί από τους βαρβάρους. Πίσω τους οι αρχηγοί των ταγμάτων από τη μεριά των Περσών κρατούσαν μαστίγια και χτυπούσαν όποιον δείλιαζε και τους έσπρωχναν να πάνε μπροστά, προς τη μάχη. Πολλοί άλλοι έπεφταν στη θάλασσα και πνίγονταν και πολύ περισσότεροι καταπατούνταν  ζωντανοί από αυτούς που προχωρούσαν. Όμως αυτούς που χάνονταν δεν τους λογάριαζε κανένας.
Οι Έλληνες βέβαιοι για τον θάνατο που τους περίμενε,  καθώς γνώριζαν ότι οι Πέρσες σε λίγο θα τους κύκλωναν, πολεμούσαν με όλη τους τη δύναμη. Έσυραν τα σπαθιά τους και πολεμούσαν άγρια τους εχθρούς σώμα με σώμα. Στη μάχη αυτή πέφτει ο Λεωνίδας, ο αρχηγός τους και βασιλιάς της Σπάρτης. Οι υπόλοιποι Σπαρτιάτες συνέχισαν να μάχονται με άφταστο ηρωισμό.
Από τους Πέρσες σκοτώθηκαν πολλοί και επίσημοι. Ανάμεσά τους και δυο γιοι του Δαρείου, αδέλφια του Ξέρξη από άλλη μητέρα. Αυτοί σκοτώθηκαν την ώρα που πολεμούσαν να πάρουν το νεκρό σώμα του Λεωνίδα. Εκεί έγινε άγρια μάχη. Στο τέλος όμως οι Έλληνες με την αντρειοσύνη τους κατάφεραν να πάρουν προς το μέρος τους τον νεκρό βασιλιά. Τέσσερις φορές επιτέθηκαν οι Πέρσες. Και τις τέσσερις φορές οι Σπαρτιάτες τους απώθησαν. Αυτά γίνονταν μέχρι τη στιγμή που έφτασαν από πίσω τους και οι άλλοι Πέρσες  με τον Εφιάλτη.
Μόλις οι Έλληνες κατάλαβαν ότι είχαν φτάσει οι εχθροί και ήταν έτοιμοι να τους κυκλώσουν, άλλαξε η όψη της μάχης. Άρχισαν να τραβιούνται πίσω στο στενό και προσπερνώντας το τείχος, πήγαν και στάθηκαν πάνω σ’ έναν λόφο που βρίσκονταν στην είσοδο του στενού των Θερμοπυλών. Εκεί σήμερα βρίσκεται ένα πέτρινο λιοντάρι που το έστησαν προς τιμή του Λεωνίδα. Τώρα άλλοι πολεμούσαν με όσα όπλα τους είχαν απομείνει και άλλοι με γυμνά τα χέρια, με νύχια και με δόντια. Οι βάρβαροι γκρέμισαν το τείχος, περικύκλωσαν τους λιγοστούς Έλληνες και τους έθαψαν κάτω από τα βέλη και τα δόρατα που τους έριχναν. Τόσο μεγάλο ηρωισμό έδειξαν οι 300 Σπαρτιάτες  αλλά και οι 700 Θεσπιείς που μάχονταν μαζί τους.
Ένα από τα μεγαλύτερα παλικάρια των Ελλήνων ήταν ο Σπαρτιάτης Διηνέκης. Προτού να αρχίσει η μάχη, κάποιος άλλος του είπε ότι οι βάρβαροι είναι τόσο πολλοί που τα βέλη τους θα κρύβουν τον ήλιο. Εκείνος χωρίς να φοβηθεί καθόλου, απάντησε:
-Σιγά το νέο, απάντησε ο Διηνέκης. Αφού θα μας κρύβουν τον ήλιο τόσο το καλύτερο. Θα πολεμάμε στη σκιά.

                                                        Ηρόδοτος













Έτσι είναι ο πόλεμος



Ο Αντώνης ήταν μικρός βοσκός και ήταν δέκα χρονών, όταν ο πόλεμος ήρθε στα μέρη μας στα 1940. Ζούσε με τον πατέρα του και με τον παππού του, βόσκοντας τα πρόβατά τους στα βουνά, εκεί πέρα απ’ τον Ασπρόπυργο.  Για τις μεγάλες πολιτείες που άσπριζαν κάτω, τον Πειραιά και την Αθήνα, ήξερε πολύ λίγα πράγματα. Μια ή δυο φορές έτυχε να κατέβει με τον πατέρα του κατά κει και αυτό που θυμόταν ήταν τα πολλά καράβια  στο λιμάνι και ο πολύς θόρυβος της πόλης.  Πόσο διαφορετικά ήταν όλα στον τόπο του.
Εκεί ήξερε σπιθαμή προς σπιθαμή την καλή γη, πού είχε πολύ χορτάρι και πού όχι. Μπορούσε να περπατήσει ακόμη και τις νύχτες, στα τυφλά, μαζί με το κοπάδι του κι από ψηλά να βλέπει τ’ αστέρια. Τίποτα δεν τον φόβιζε στον τόπο του.
Τότε ήταν που ο μεγάλος πόλεμος, αφού πέρασε από πολλές χώρες, έφτασε και στην Ελλάδα.  Πήρε τον πατέρα του μικρού βοσκού απ’ τη γαλήνη των λόφων και τον έστειλε να σκοτώνει ανθρώπους.
Ο μικρός βοσκός δεν καταλάβαινε τι γινόταν. Ρωτούσε τον παππού του για να μάθει σαν τι πράγμα είναι αυτός ο πόλεμος. Εκείνος του αποκρίνονταν:
-Θυμάσαι τότε που έβρεξε πολύ και το νερό παρέσυρε τα πρόβατά μας και τα έπνιξε; τον ρώτησε.
Το θυμόταν αυτό το παιδί.
-Έτσι είναι ο πόλεμος. κάθε τόσα χρόνια έρχεται το κακό, παίρνει τους νέους ανθρώπους και κανένας δεν ξέρει αν θα γυρίσουν ζωντανοί.
Ο μικρός βοσκός θυμήθηκε τον πατέρα του και κάτι κρύο ένιωσε στην πλάτη του.
-Κι από πού έρχεται αυτό το κακό, παππού; Από τον ουρανό επάνω;
-Όχι, παιδί μου. Από τους ανθρώπους έρχεται.
Μα  το παιδί πάλι δεν μπορούσε να καταλάβει. Ήξερε για την πλημμύρα πως έρχεται από τον ουρανό μαζί με τα σύννεφα. Τότε οι άνθρωποι τρέχουν να φυλαχτούν. Τι να κάνουμε όμως με τον πόλεμο; Πώς θα φυλαχτούμε; Μακάρι να σταματήσουν οι πόλεμοι, σκέφτηκε, και όλα τα παιδιά να έχουν για πάντα τον πατέρα τους δίπλα τους.

                                                     Ηλίας Βενέζης










Ο Ντάκος


Ούτε σκυλί να ήταν, τόσο δεν θα τον περιφρονούσαν τον καημένο τον Ντάκο. Κι όσο έφτανε το μυαλουδάκι του, σε τίποτα και κανέναν δεν είχε βλάψει. Το αντίθετο.  Δεν ήταν θέλημα που να του ζητούσαν  να κάνει και να μην  έτρεχε αμέσως. Πάντα πρόθυμος, πάντα χαμογελαστός ο Ντάκος και πάντα να εισπράττει την αδιαφορία και συχνότερα τις βρισιές και τις κατραπακιές του κόσμου.
Μα πάλι όλα τα ξεχνούσε κι ήταν πρόθυμος να ξαναπάει σε θελήματα, αν του το ζητούσαν.
-Ντάκο!...
Ο Ντάκος πεταγόταν αμέσως πάνω σαν να τον είχε αγγίξει κάρβουνο αναμμένο.
-Έμαι!... ξεφώνιζε κι έπαιρνε τρέχοντας  δρόμο.
«Έμαι» στη γλώσσα του Ντάκου σήμαινε «έρχομαι». Έτσι μιλούσε ο Ντάκος, μισά και κουτσουρεμένα, σαν μωρό χρονιάρικο. Κι ήταν και τούτο ένας από τους λόγους που τους έκανε όλους να τον έχουν για παρακατιανό και καθυστερημένο.  Άλλος τρόπος να γλιτώσει το ξύλο δεν του ‘μενε παρά να το βάζει στα πόδια και να χάνεται,  ώσπου η μπόρα να περάσει ή ως τη στιγμή που η πείνα τον έσφιγγε για τα καλά.
Ήταν άνοιξη, Απρίλης μήνας,  Δευτέρα του Πάσχα, ανήμερα τ’  Άι-Γιωργιού. Αφού έφαγε αρκετό ξύλο, έφυγε ο Ντάκος κλαίγοντας, βγήκε έξω απ’ το χωριό και πήρε τον κατήφορο κατά τον κάμπο, αποφασισμένος να μη γυρίσει πίσω... Περπάτησε κάμποσο άσκοπα, σκουπίζοντας με τις λερωμένες παλάμες  τα δάκρυά του και κουνώντας θλιμμένα το κεφάλι του. Έψαχνε για κανένα χαντάκι ή καμιά κρυψώνα για να κρυφτεί εκεί μέσα και να ησυχάσει απ’ όλους. Τ’ αγρίμια δεν τα φοβόταν. Εκείνο που φοβόταν ήταν οι Γερμανοί. Εκείνες τις μέρες είχε γίνει ένα σαμποτάζ στη γέφυρα κοντά στο σταθμό και όλοι φοβόταν τα αντίποινα των κατακτητών.
Και από αυτό που φοβόταν, δεν γλίτωσαν. Μέσα στη νύχτα οι Γερμανοί βάδιζαν σιωπηλοί και τραβούσαν κατά το χωριό για να τιμωρήσουν τους κατοίκους. Κρυμμένος ο Ντάκος τους κατάλαβε. Ανατρίχιασε!
-Μανοί..., ψιθύρισε μέσα από τα δόντια του τρέμοντας. Θα σκοτώσουν τους χωριανούς, σκέφτηκε με τρόμο.  Δίχως να χάσει στιγμή, παίρνει βαθιά ανάσα και τρέχει κατά το χωριό.
Έφτασε πριν τους Γερμανούς. Βλέπει να ξεπροβάλλει η εκκλησία της Παναγιάς στην πλατεία του χωριού. Άρπαξε το χοντρό σκοινί της καμπάνας και τη χτυπούσε δυνατά με μανία ν’ ακουστεί παντού. Χτυπούσε την καμπάνα και φώναζε με όλη τη δύναμη της φωνής του:
-Μανοί!...Μανοί!...Μανοί!
Ξύπνησαν οι κάτοικοι κι άρχισαν να τρέχουν, να τρέχουν μέσα στη νύχτα για να κρυφτούν στο βουνό,  όπου μπορούσε ο καθένας.
Σε λίγο έφτασαν οι εχθροί. ένας απ’ αυτούς άναψε έναν δυνατό προβολέα. Η φωτεινή δέσμη φώτισε τον Ντάκο που κρεμόταν από το σκοινί της καμπάνας. Την ίδια στιγμή ένα ξερό κροτάλισμα πολυβόλου ακούστηκε μέσα στη νύχτα. Το σώμα του Ντάκου σωριάστηκε κάτω νεκρό από τις σφαίρες.
Τον Ντάκο τον βρήκαν την άλλη μέρα οι χωριανοί, όταν επέστρεψαν στα σπίτια τους. Ήταν πεσμένος μπρούμυτα, στη βάση του καμπαναριού. Το πρόσωπό του χαμογελούσε ακόμη...









Ο μπαρμπα-Ιωσήφ


Ο μπαρμπα-Ιωσήφ ήταν ο Νέστορας του υποστατικού, το «στοιχειό» του, όπως τον λέγαν όλοι. Τα μαλλιά του ήταν κάτασπρα και το δέρμα στο πρόσωπο και στα χέρια του ήταν σκαμμένο απ’ τις ρυτίδες  και τον ήλιο. Πολύ νέος, παλικαράκι,  ξεκίνησε κι ήρθε απ’ το φτωχό νησί του, τη Λήμνο, να βρει τροφή στην πλούσια χώρα, την Ανατολή.
Έτσι πέρασε ο καιρός και ο Ιωσήφ γέρασε στα Κιμιντένια. Τα μαλλιά του γίνανε κάτασπρα και το πρόσωπό του ρυτίδιασε απ’ τα χρόνια. Απ’ όλες τις δουλειές της γης σε μια μονάχα πέτυχε. Έγινε μοναδικός στο να μπολιάζει δέντρα. Χιλιάδες αγριελιές, αγριαχλαδιές και άλλα δέντρα είχαν μεταμορφωθεί από τα χέρια του.  Τα ήξερε  ένα ένα. Στην αρχή τους έβγαζε και ονόματα. Τα έλεγε «Μαρία», «Βαγγελίστρα», «Νικολή», «Πετράκη», ονόματα της κοπελιάς που αγάπησε, των παιδιών που δεν έκαμε, της τράτας που ήθελε να ‘χει... Όμως όταν τα δέντρα έγιναν πολλά, άρχισε να τα μπερδεύει και τα παράτησε. Έστω κι έτσι όμως, τα δέντρα ανώνυμα ήταν σαν παιδιά του. Έγινε αληθινός πατέρας τους. Θυμόταν το καθένα με την ιστορία του. Πότε το μπόλιασε, πότε αρρώστησε και το γιάτρεψε. Όλα.
Με το να τα μελετά έτσι, ένα προς ένα, η ζωή του βρήκε έναν σκοπό. Ξεμάκρυνε όμως από τους ανθρώπους κι έγινε μαζί με τα δέντρα  ένα. Έγινε κι αυτός ένα απ’ αυτά, ένα μεγάλο δέντρο παλιό, που προστάτευε τα υπόλοιπα από κάθε κακό. Για τίποτα άλλο δεν νοιαζόταν ο μπαρμπα-Ιωσήφ. Μήτε ήξερε τι γινόταν πέρα από τα Κιμιντένια, μήτε κι ήθελε να μάθει.

Ηλίας Βενέζης













Στο οδοντιατρείο


Η κυρία Δοντοκάρη είναι μια λαμπρή επιστήμονας. Μάλιστα! Είναι οδοντογιατρός με μεγάλα πτυχία απ’ τα Παρίσια και τα Λονδίνα. Δέκα χρόνια υπηρετώ εδώ στο ιατρείο της. δέκα χρόνια ανεβοκατεβαίνω τη σκάλα για να φτάσω στον δεύτερο όροφο. Δέκα χρόνια περνοδιαβαίνω αυτόν τον μακρόστενο διάδρομο για να φτάσω στο ιατρείο. Τι της ήρθε και το ‘στησε τόσο ψηλά και τόσο άκρη; Η γιατρός ανεβαίνει απ’ τη σκάλα. «Απ’ τη σκάλα, Πολύβιε! Να γυμνάζεσαι κιόλας.», λέει και σε μένα. Εκείνη είναι ψιλόλιγνη, εγώ έχω τα παχάκια μου.
Λοιπόν, δέκα χρόνια εδώ έχω δει πελάτες και πελάτες. Μερικοί έρχονται με πρησμένα μάγουλα, άλλοι με κατακόκκινα μάτια από τους πόνους, κάποιοι με κιτρινοπράσινο πρόσωπο από την αγωνία. Κάπου κάπου έρχονται και αντρόγυνα, βόηθα με να σε βοηθώ, που λέει ο λόγος. Δεν μιλούν ή μιλούν με νοήματα και με κομμένα «μμμ» και καμιά φορά με μισές λέξεις. Κατά τ’ άλλα όμως η συνεννόηση μαζί τους είναι άριστη.
Α, να! Έρχεται ο κύριος Ασπροδοντιάδης, πελάτης από τους πιο τακτικούς. Κοντόχοντρος, με μια τεράστια κοιλιά. Πώς μπορεί και την πηγαινοφέρνει; Έρχεται να σφραγίσει ένα χαλασμένο δόντι.
-Χαίρεται, κύριε Ασπροδοντιάδη! Πώς είστε; Χάλια; Πονάτε πολύ; Μη στενοχωριέστε, θα σας το φτιάξει η γιατρός σε λίγο. Ναι, μέσα είναι, σας περιμένει. Αχ, μην κάνετε έτσι. Ένα σφραγισματάκι είναι. Ελάτε... Θεέ μου, κιτρίνισε, θα πέσει κάτω. Κύριε Ασπροδοντιάδη καθίστε λίγο. Να σας φέρω ένα ποτήρι νερό;
Σε λίγο βγαίνει η γιατρός και τον παίρνει μέσα. Του μιλάει αυστηρά. Φαίνεται πως φοβάται και δεν ανοίγει το στόμα του. Σε λίγο, «σβιννν», ο τροχός, Υπέκυψε ο ασθενής.
Να τος τώρα,  βγαίνει και προσπαθεί να χαμογελάσει.
-Να έρθεις την άλλη εβδομάδα την ίδια ώρα, του λέει η γιατρός.
Ποπό! Το κουδούνι του ιατρείου χτυπά πάλι πολύ άγρια. Η γιατρός μου λέει να μη μιλάω πολύ. Μάλιστα, αμέσως! Μου αρέσει να μιλάω με τους ανθρώπους. Το ξέρουν όλοι αυτό. Αν δεν μιλήσω για λίγο θα εκραγώ. Έτσι είμαι εγώ. Κακός όμως δεν είμαι.





Πόλεμος στο διάστημα

Ο συγγραφέας φαντάζεται τον εαυτό του ανάμεσα στους κατοίκους της Σελήνης, που βρίσκονται σε πόλεμο με τους κατοίκους του Ήλιου. Ο πόλεμος έγινε γιατί οι Ηλιώτες εμπόδισαν τους Σελινιώτες να αποικίσουν τον πλανήτη Εωσφόρο, την Αφροδίτη που λέμε σήμερα.  Με τον τρόπο αυτό ο συγγραφέας σατιρίζει τους πολέμους που γίνονται στη γη.

Όταν ήρθε η ώρα της μάχης, οι αντίπαλοι στρατοί παρατάχτηκαν έτσι. Στα δεξιά ήταν οι Αλογόγυπες κι ο βασιλιάς Ενδυμίωνας με τους καλύτερους πολεμιστές γύρω του.  Ανάμεσά τους ήμασταν κι εμείς.  Στα αριστερά ήταν οι Λαχανόφτεροι και στη μέση οι σύμμαχοι, καθένας στην παράταξή του.  Το πεζικό ήταν περίπου εξήντα εκατομμύρια. Στη Σελήνη ζουν πολλές και μεγάλες αράχνες, που η καθεμιά τους είναι πιο μεγάλη κι απ’ το μεγαλύτερο νησί των Κυκλάδων. Αυτές τις αράχνες πρόσταξε ο βασιλιάς να υφάνουν ένα πανί στο διάστημα, ανάμεσα στη Σελήνη και την Αφροδίτη, κι εκείνες το ‘φτιαξαν στη στιγμή. Πάνω σ’ αυτό παρατάχτηκε το πεζικό με αρχηγό τον Νυκτερίωνα.
Στο αριστερό της εχθρικής παράταξης ήταν τα Αλογομέρμηγκα κι ανάμεσά τους ο βασιλιάς του Ήλιου Φαέθοντας. Τ’ Αλογομέρμηγκα να καταλάβεις, είναι θεριά  μεγάλα με φτερά, που μοιάζουν σε όλα με τα δικά μας μυρμήγκια εκτός απ’ το μέγεθος. Το μεγαλύτερό τους έφτανε και τα εξήντα μέτρα. Πολεμούσαν όχι μόνο αυτοί που τα καβαλίκευαν, αλλά και τα ίδια, κυρίως με τα κέρατά τους.
Στα δεξιά είχαν παραταχθεί τα Αγεροκούνουπα και πίσω απ’ αυτά ήτα το ελαφρύ πεζικό, οι Αγεροκάρδακες, πολύ δυνατοί πολεμιστές. Σφενδόνιζαν από μακριά τεράστια ραπάνια, κι όποιος τραυματίζονταν απ’ αυτά, ζούσε για λίγο μόνο και μετά πέθαινε βγάζοντας από το τραύμα μια δυσοσμία. Έλεγαν ότι άλειφαν τα βέλη τους με δηλητήριο από μολόχα.
Πίσω από αυτούς ξεχώριζαν οι Κοτσανοαμανίτες. Αυτοί ήταν πολεμιστές που μάχονταν στήθος με στήθος και τους υπολογίσαμε σε χίλιους.  Τους έλεγαν έτσι γιατί κρατούσαν ασπίδες από γιγάντια μανιτάρια και για δόρατα είχαν  κοτσάνια από σπαράγγια.  Πλάι τους ήταν οι Σκυλοβάλανοι, που τους έστειλαν από τον Σείριο για να βοηθήσουν. Ήταν κι αυτοί πέντε χιλιάδες. Το πρόσωπό τους ήταν σκυλίσιο και πολεμούσαν πάνω σε φτερωτά βελανίδια.
Δόθηκε το σύνθημα της μάχης. Γκάρισαν οι γάιδαροι – για σαλπιγκτές εκεί χρησιμοποιούν γαιδάρους – και οι αντίπαλες στρατιές  όρμησαν η μια καταπάνω στην άλλη.  Η αριστερή παράταξη των Ηλιωτών τράπηκε αμέσως σε φυγή, χωρίς να περιμένει να συγκρουστεί με τους Αλογόγυπες, κι εμείς τους πήραμε στο κυνήγι.  Η δεξιά τους παράταξη όμως νικούσε τη δική μας την αριστερή.  Τα Αγεροκούνουπα βγήκαν μπροστά και κυνηγούσαν τους δικούς μας ως τους πεζούς.  Εκεί όμως, με τη βοήθεια των πεζών, οι εχθροί αναγκάστηκαν να τραπούν σε φυγή, ιδιαίτερα όταν είδαν πως είχε νικηθεί η αριστερή τους παράταξη.
Έτσι, μ’ αυτή τη νικηφόρα στροφή της μάχης, πολλοί από τους εχθρούς πιάστηκαν αιχμάλωτοι, πολλοί σκοτώθηκαν και τα σύννεφα βάφτηκαν κατακόκκινα...

Λουκιανός
(Αρχαίος Έλληνας συγγραφέας)











Ο Δρίμακος

Η νύχτα είχε προχωρήσει κι οι άλλοι δούλοι κοιμόνταν βαριά μέσα στην καλύβα. Ο Δρίμακος ήταν ξαπλωμένος πάνω σ’ ένα τρύπιο αχυρένιο στρώμα. Αν και ήταν ζεμένος όλη μέρα στο λιοτρίβι και τα μέλη του τα βάραινε η κούραση, δεν μπορούσε να κλείσει μάτι.
Στο νου του ερχόταν τα περασμένα του χρόνια. Καμιά μέρα της ζωής του δε θυμόταν λεύτερη και ειρηνική. Παιδί, έζησε τους πολέμους με τη Σπάρτη. Όταν η πατρίδα του η Μεσσηνία νικήθηκε από τους Σπαρτιάτες, το χνούδι μόλις που χάραζε στο πάνω του χείλος. Μόνο κάποια εικόνα θολή, σαν σε όνειρο, είχε μείνει βαθιά μες στην ψυχή του. Βλέπει τον εαυτό του μικρό παιδί να παίζει ξέγνοιαστο και χαρούμενο στον ανθισμένο κήπο του σπιτιού τους.
Οι Σπαρτιάτες όλους τους άντρες από τη Μεσσηνία τους είχαν πάρει για σκλάβους. Στην αρχή δούλεψε σ’ έναν πλούσιο γαιοκτήμονα. Όταν όμως έγινε η επανάσταση των ειλώτων, με τον μεγάλο σεισμό που συγκλόνισε τη Σπάρτη, το  αφεντικό του τον πούλησε.
Στο παζάρι της Δήλου τον αγόρασε ένας Χιώτης ελαιοκτηματίας. ον προτίμησε ανάμεσα σε άλλους για το στιβαρό του κορμί και τη δύναμή του. Τον έβαλε να γυρίζει το λιοτρίβι...
Απέναντι από το λιοτρίβι, σε αρκετή απόσταση,, όρθωνε την κορυφή του το Πελιναίο, το ψηλότερο βουνό του νησιού. Ο Δρίμακος, κάθε φορά που περνούσε μπροστά από την ανοιχτή πόρτα, γυρίζοντας το λιοτρίβι, έβλεπε το βουνό και μια λαχτάρα λάχτιζε στα στήθη του. Άλλοτε το ‘βλεπε ν’ αστράφτει στο φως, άλλοτε να σκεπάζεται με σύννεφα και βροχή και το καταχείμωνο ν’  ασπρίζει απ’ το χιόνι.
-Αχ! λευτεριά!... έβγαινε ο αναστεναγμός απ’ τα κατάβαθά του. Λευτεριά!...
Και τώρα, ξαπλωμένος στ’ αχυρένιο στρώμα, αναστέναζε βαθιά. Ως πότε θα κρατήσει αυτή η ζωή; Σαράντα χρόνια πέρασαν. Τα υπόλοιπα που του μένουν γιατί να μην τα ζήσει ελεύθερα; Θα γίνει επαναστάτης. Τι άλλο του μένει; Οι πρόγονοί του δεν του έμαθαν ότι η λευτεριά αποχτιέται μόνο με αγώνα;
Ανασηκώθηκε. Στο νου του ήρθε πάλι η εικόνα που την έβλεπε όταν, μικρό παιδί,  έπαιζε ξέγνοιαστο  στον ανθισμένο κήπο του σπιτιού τους. Έναν ανθισμένο κήπο ονειρεύονταν για τη ζωή τη δική του και των άλλων δούλων.
«Θα μπω μπροστά», συλλογίστηκε. «Οι άλλοι θα μ’ ακολουθήσουν. Δεν είναι εύκολο, όμως η λευτεριά είναι πολύ όμορφο πράγμα...»
Προχώρησε ως την πόρτα του λιοτριβιού. Ο μαύρος όγκος του βουνού υψώνονταν στην ανατολή.  Κι ένα άστρο, που μόλις είχε προβάλει, τρεμούλιασε  για λίγο στην κορυφή του.
Ο Δρίμακος δεν δίστασε ούτε στιγμή. Με βήμα γρήγορο και σταθερό απομακρύνθηκε από το λιοτρίβι. Πέρασε μέσ’ απ’ τα βρεγμένα χωράφια και σε λίγο το ψυχρό αεράκι του βουνού του δρόσισε το μέτωπο, καθώς άρχισε ν’ ανηφορίζει...








Ευλογημένη γη

Ένας ναυτικός, ύστερα από πολλές ταλαιπωρίες στη θάλασσα, βγαίνει στη στεριά, παντρεύεται και δουλεύει με τη γυναίκα του στα χωράφια.  Αυτά έγιναν σε παλιότερη εποχή.

Τρία χρόνια έκαμα με το Μαριώ απάνω στο Τραπί, χωριό του πεθερού μου, τρία χρόνια ζωή αληθινή. Έμαθα την αξίνα και δούλευα μαζί της το περιβόλι, το αμπέλι, το χωράφι.  Πώς περνούσε ο καιρός δεν το κατάλαβα.  Δουλειά κι αγάπη.  Τώρα σκάφταμε, τώρα τρέχαμε κάτω από τις κιτριές, σαν έπιανε η μπόρα. Έμαθα να σκαλίζω τις κιτριές, να κλαδεύω το αμπέλι, να οργώνω το χωράφι.
Είχα πενήντα τάλαρα το χρόνο από το κίτρο, είκοσι από το κρασί, από το στάρι σαράντα, χωριστά ο σπόρος και τα έξοδα. Πρώτη φορά είδα  ζωντανή στα χέρια μου  την πληρωμή.
 Το άλαλο χώμα έκανε χίλιους τρόπους, χρώματα, σχήματα,  μυρωδιές, καρπούς και άνθη, για να λαλήσει «ευχαριστώ» που το δούλευα.
Άνοιγα το όργωμα και το όργωμα έμενε στη θέση του. Δεχότανε τον σπόρο, τον έκρυβε από τα πετεινά, τον ζέσταινε και τον νότιζε, ώσπου το έδειχνε πάλι στα μάτια μου ολόδροσο, χλωροπράσινο, χρυσαφένιο, σαν να μου ‘λεγε: «Κοίτα πώς τον ανάστησα!» Αλάφρωνα το κλήμα από το βάρος του και το κλήμα, δακρύζοντας, τιναζόταν χαρούμενο, τα μάτια του άνοιγαν σαν πεταλούδα κι άξαφνα πρόβαινε σταφυλοφορτωμένο. Καθάριζα την κιτριά κι εκείνη βεργολυγερή, πανώρια, ψήλωνε φουντωτή, μου χάριζε ίσκιο στα μεσημβρινά  κάματα του καλοκαιριού και ύπνο αρωματισμένο τις νύχτες. Το είναι μου όλο το δρόσιζε  με τον χρυσόξανθο καρπό της.
Α! Ο θεός ευλόγησε τη γη και της έδωσε αίσθημα...

Ανδρέας Καρκαβίτσας











Το χέρι του Κλοτέρ


Μια μέρα ο Κλοτέρ, ενώ έπαιζε στο σπίτι του,  πάτησε το μικρό κόκκινο αυτοκινητάκι του, έπεσε κι έσπασε το χέρι του. Αυτό μας λύπησε πολύ, γιατί ο Κλοτέρ είναι φίλος κι επίσης γιατί  το μικρό κόκκινο αυτοκινητάκι του το ήξερα. Ήταν απίθανο.
Χαρήκαμε πολύ όταν τον ξαναείδαμε στην τάξη σήμερα.  Είχε τυλιγμένο το χέρι μέσα σ’ ένα είδος πετσέτας, που ήταν περασμένη στο λαιμό του. Επειδή το μάθημα είχε αρχίσει πριν από μισή ώρα περίπου, ο Κλοτέρ πήγε να ζητήσει συγγνώμη απ’ τη δασκάλα, αλλά αυτή αντί να τον μαλώσει, του είπε:
-Είμαι πολύ χαρούμενη που σε ξαναβλέπω, Κλοτέρ. Πρέπει να έχεις πολύ κουράγιο για να έρθεις στο μάθημα με το ένα χέρι στον γύψο.
Ο Κλοτέρ γούρλωσε τα μάτια. Δεν είχε συνηθίσει να του μιλάει έτσι η δασκάλα και μάλιστα όταν φτάνει καθυστερημένος. Ο Κλοτέρ έμεινε εκεί με το στόμα ανοιχτό και η δασκάλα του είπε:
-Πήγαινε να καθίσεις στη θέση σου, μικρέ μου!
Ύστερα απευθύνθηκε στα παιδιά:
-Θα σας υπαγορεύσω ένα κείμενο για ορθογραφία.
Πήραμε  τα τετράδια κι ο Κλοτέρ δοκίμασε να βγάλει και το δικό του από τη σάκα του με το ένα χέρι.
Η δασκάλα κοίταξε προς το μέρος του και του είπε:
-Όχι, μικρό μου, όχι εσύ, φυσικά. Εσύ ξεκουράσου!
Ο Κλοτέρ σταμάτησε να ψάχνει στη σάκα του και  πήρε ένα θλιμμένο ύφος, λες και λυπόταν που δεν μπορούσε να γράψει την ορθογραφία του. Το κείμενο είχε ένα σωρό δύσκολες λέξεις, που όλοι τις κάναμε λάθος. Κάθε φορά που κάναμε λάθος, ο Κλοτέρ με κοιτούσε και γελούσε.
Όταν χτύπησε το κουδούνι για διάλειμμα,  ο πρώτος που σηκώθηκε ήταν ο Κλοτέρ.
-Θα ήταν ίσως καλύτερα, είπε η δασκάλα, να μην βγεις στην αυλή έτσι όπως είναι το χέρι σου.
Ο Κλοτέρ πήρε το ίδιο ύφος που είχε και για την ορθογραφία αλλά πιο λυπημένο.
-Ο γιατρός μου είπε να παίρνω καθαρό αέρα, αλλιώς μπορεί να χειροτερέψω.
-Καλά, του απάντησε η δασκάλα.
Πριν βγούμε στην αυλή μας έδωσε  ένα σωρό εντολές.  Μας είπε πως πρέπει να είμαστε προσεκτικοί, να μην παίζουμε άγρια παιχνίδια και πως πρέπει να προστατέψουμε τον Κλοτέρ για να μην πάθει τίποτα κακό.
Όταν τελικά βγήκαμε στην αυλή, περιτριγυρίσαμε τον Κλοτέρ και του κάναμε ένα σωρό ερωτήσεις. Φαινόταν πολύ περήφανος που ασχολούμασταν τόσο πολύ μαζί του.  Τον ρωτήσαμε αν το παιχνίδι είχε σπάσει. μας απάντησε «ναι» αλλά του έκαναν ένα σωρό δώρα για να τον παρηγορήσουν όλον αυτόν τον καιρό, που δεν ήξερε πού να τα βάλει.
Μου είπε ακόμα πως όλοι ήταν πολύ καλοί μαζί του.  Ο γιατρός του έδινε καραμέλες. Ο μπαμπάς του και η μαμά του του είχαν βάλει τηλεόραση στο δωμάτιό του και του δίνανε να φάει ό,τι καλύτερο τραβούσε η όρεξή του.
Δεν ήμουν καθόλου ευχαριστημένος όταν γύρισα σπίτι. Ο μπαμπάς,  που ήταν κιόλας εκεί,  με ρώτησε τι είχα. Λοιπόν, κι εγώ φώναξα:
-Δεν είναι δίκαιο! Γιατί να μην μπορώ να σπάσω κι εγώ το χέρι μου;
Ο μπαμπάς με κοίταξε με γουρλωμένα μάτια κι εγώ ανέβηκα στο δωμάτιό μου για να τους δείξω ότι ήμουν δυσαρεστημένος.

Σαμπέ/Γκοσινί










Σαν το αλάτι


Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς κι είχε τρεις κόρες. Μια μέρα  ήθελε να φύγει για τον πόλεμο και κάλεσε και κάλεσε τις θυγατέρες του για να τις χαιρετίσει και να δει πόσο τον αγαπάνε.  Η πρώτη τον φίλησε και του είπε πως τον αγαπάει «σαν τα μάτια της». Η δεύτερη του είπε «σαν τη ζωή της» και η τρίτη «σαν το αλάτι».
Ν’ ακούσει ο βασιλιάς πως  η μικρότερη κόρη του τον αγαπάει τόσο λίγο, θύμωσε και, πριν φύγει, την έδιωξε από το παλάτι.
Εκείνη η κακομοίρα  άρχισε να γυρίζει από δω κι από κει και πουθενά δεν έλεγε την ιστορία της γιατί ντρεπόταν να πει ότι ήταν βασιλοπούλα και ότι την έδιωξε ο πατέρας της.  Ώσπου έφτασε σ’ ένα άλλο βασίλειο και γύρεψε να την πάρουν να του δουλεύει μέσα στο παλάτι. Από κουβέντα σε κουβέντα κατάλαβαν πως είναι βασιλοπούλα και πήγαν και το είπαν στο βασιλόπουλο. Ψάχνει εκείνος και τη βρίσκει. Γνωρίστηκαν και, να μην τα πολυλογούμε, την αγάπησε και την πήρε γυναίκα του.
Κοντά να γίνει ο γάμος, η βασιλοπούλα παρακάλεσε τον άντρα της να στείλει και να καλέσουν στο δείπνο και τον δικό της πατέρα με τη βασίλισσα, χωρίς όμως να τους πούνε πως αυτή είναι η κόρη τους. Το βασιλόπουλο, που αγαπούσε πολύ τη νύφη για την εξυπνάδα της και για την ομορφιά της, δεν ήθελε να της χαλάσει χατίρι κι έστειλε κάλεσμα και στον πατέρα της τον βασιλιά, να ‘ρθουν στο γάμο μαζί με τη βασίλισσα. Εκείνοι το δέχτηκαν ευχαρίστως και ήρθαν.
Έγινε το μυστήριο. Η νύφη έλαμπε από ευτυχία  μέσα στο νυφικό της. Ύστερα κάθισαν στο τραπέζι για το δείπνο. Η βασιλοπούλα είχε πει στις υπηρέτριες να φέρουν στον πατέρα της  το φαΐ ανάλατο.  Του το βάλανε μπροστά και άρχισαν να τρώνε. Όλοι έτρωγαν με γέλια και χαρές, ο βασιλιάς όμως μόλις δοκίμασε, άφησε το πιρούνι του κάτω και ούτε μπουκιά δεν ξανάβαλε στο στόμα του.
-Γιατί, μεγαλειότατε, δεν τρώτε; τον ρώτησε η νύφη.
-Μα, κόρη μου, να με συμπαθάτε, κάτι λείπει από το φαγητό σας και δεν τρώγεται.
-Τι λείπει;
-Λείπει το αλάτι. Και πώς μπορεί κανείς να φάει το φαγητό χωρίς αλάτι; Ποιος μπορεί να ζήσει χωρίς αλάτι;  Το ανάλατο φαγητό δεν τρώγεται. Έτσι και η ζωή είναι άνοστη. κι όλο έλεγε επαίνους για το αλάτι.
Τότε η θυγατέρα του του λέει:
-Μα εσύ δεν ήσουνα, βασιλιά μου,  που κάποτε θύμωσες  με την κόρη σου που σου είπε κι εκείνη ότι καλύτερο πράγμα στον κόσμο δεν είναι από το αλάτι;
Τα ‘χασε ο γερο-βασιλιάς και δεν ήξερε τι να πει.  Και τότε η θυγατέρα του τρέχει και τον αγκαλιάζει και του λέει:
-Πατέρα μου, εγώ είμαι η κόρη σου και καλά σου είπα  ότι σ’ αγαπάω σαν το αλάτι! Να που ήρθες τώρα στα λόγια μου γιατί το είδες και μόνος σου.
Του διηγήθηκε όλη την ιστορία της, πώς βασανίστηκε, γυρίζοντας εδώ κι εκεί, και πώς τη γνώρισε το βασιλόπουλο και την παντρεύτηκε και πως τον κάλεσαν επίτηδες στο γάμο για να τη δει. Ο γερο-βασιλιάς ευχαριστήθηκε πολύ που ξαναβρήκε την κόρη του.
Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

Λαϊκό παραμύθι











Ορεινή Έφεσος


Κοντά στο χωριό μας είχαμε και τα ξακουστά αρχαία της Εφέσου που, για να πω την αλήθεια, δεν μας πολυσκοτίζανε. Ακόμα και τα σπίτια μας, από περβάζι μέχρι το κεφαλόσκαλο,  είχανε στολίδια απ’ τ’ αρχαία. Μα το πιο σπουδαίο  ήτανε που το χωριό μας το γράφανε τα ελληνικά βιβλία Ορεινή Έφεσο και τούτο, λέει, μαρτυρούσε την πανάρχαιη φύτρα μας.
Όλα τα σχετικά τα ‘μαθα από έναν νιόφερτο Σαμιώτη δάσκαλο, τον κύριο Πυθαγόρα Λάριο.  Αυτός ο χριστιανός λωλάδα είχε με τ’ αρχαία. Πού τον έχανες,  πού τον έβρισκες τον δάσκαλο εκειδά σεργιανούσε. Στο ναό της θεάς Άρτεμης, στο θέατρο, στο βυζαντινό φρούριο, στην Πύλη του διωγμού.
Είχε διαλέξει τον δικό μας γάιδαρο για να τον πηγαινοφέρνει. μα ο πατέρας μου δεν του είχε εμπιστοσύνη και μου ‘λεγε:
-Για πάαινε, μπρε, και συ με τούτον, μη μας χάσει το ζωντανό και πλερώνουμ’ εμείς τα τζερεμέδια. Ακούγεται σαν ονειροπαρμένος. μιλάει, μου λένε, ολομόναχος σε ώρες μαρκαρισμένες, δύση, ανατολή, φεγγάρια. Κι αυτά που λέει μήτε με ρωμέικα μοιάζουνε, μήτε με τούρκικα.
Μια μέρα τον άκουσα κι εγώ, με τα ίδια τ’ αυτιά μου, και τότε τον ρώτησα:
-Σαν τι σόι γλώσσα μιλάς, κυρ-δάσκαλε;
-Αρχαία, μ’ αποκρίθηκε και ξεκαρδίστηκε στα γέλια. Τον ιατρό σας Εμμανουήλ πώς τον λέγουν,  ξεύρεις;
-Αλίμονο δα, τον γιατρό δεν ξέρω; Όμηρο τον λένε.
-Μπράβο! Όμηρο λοιπόν απαγγέλω κι εγώ.
Κι άρχισε ο καλός σου ο δάσκαλος από τον Όμηρο που, ήτανε λέει, κοντοπατριώτης κι έφτασε σ’ ένα σωρό ονόματα, που δεν τα θυμούμαι, και με σουλάτσερνε σ’ όλα τ’ αρχαία στην παλιά και στη νέα Έφεσο. Όποια πέτρα σήκωνες σου ξεφούρνιζε ο δάσκαλος και μια ιστορία. Εγώ πια άνοιγα μάτια και αυτιά να ρουφήξω όλα εκείνα τα πρωτάκουστα, που τα ‘χα μάθει απ’ έξω, όπως το «Πάτερ ημών».

Διδώ Σωτηρίου









Έχετε δει θέατρο στο δρόμο;

Ήταν ανάγκη να ετοιμάσω ένα ζωντανό ρεπορτάζ για τις βραδινές ειδήσεις της τηλεόρασης. Γύριζα λοιπόν από το πρωί στην πόλη με τη μηχανή στο ένα  χέρι κι ένα μαγνητόφωνο στο άλλο. Την όργωσα σχεδόν. Το κυνήγι κράτησε αρκετά και με κούρασε.  Αποφάσισα να γυρίσω πίσω, αλλά μια φωνή μέσα μου μου είπε:
-Λίνα, έχεις καιρό να δεις  την Αγγελική. Δεν πας στο σπίτι της να πιεις έναν καφέ;
Πριν στρίψω στη γωνιά της... μυρίστηκα σαν το λαγωνικό πως αυτό που έψαχνα το είχα βρει επιτέλους. Γιατί, βέβαια, το να δεις ένα παιδί ανεβασμένο στο δέντρο, δεν σημαίνει τίποτα. Το να δεις όμως πολλά παιδιά ανεβασμένα στο δέντρο κι άλλα παιδιά ολόγυρα και πιο πέρα μια μπουλντόζα και ανθρώπους κρεμασμένους στα παράθυρα, αυτό σημαίνει... είδηση και μάλιστα σπουδαία είδηση!
Σπρώχτηκα και έσπρωξα, πάτησα και πατήθηκα, ζούληξα και ζουλήχτηκα, μα τελικά έφτασα κοντά στο δέντρο κι άρχισα να κινηματογραφώ την εικόνα.
Το σκηνικό απίθανο. Στο κέντρο της σκηνής η πρωταγωνίστρια: Μια όμορφη καταπράσινη φουντουκιά. Στα κλαδιά της παιδιά. Στον κορμό της παιδιά. Στο πεζούλι παιδιά. Παντού παιδιά να τραγουδούν: «Τα φύλλα σου, δεντράκι μου, τον ήλιο κοσκινίζουν».
Ο κακός του έργου βρισκόταν παραπέρα. Ήταν μια κίτρινη μπουλντόζα, αμίλητη, με όρθιες τις δαγκάνες της, που απειλούσε βουβά. Ο οδηγός της μπουλντόζας τραβούσε τα μαλλιά του. Ο μηχανικός από δίπλα έξυνε τη φαλάκρα του. Είμαι σίγουρη πως αν είχε μαλλιά θα τα τραβούσε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο.
Οι κομπάρσοι ολόγυρα, άλλοι στα παράθυρα, άλλοι στο δρόμο, προσπαθούσαν με φωνές να επιβάλουν την...  ησυχία. Τα παγιδευμένα αυτοκίνητα κορνάριζαν δαιμονισμένα. Και το κουδούνι  κουδούνιζε  απ’ την αυλή του σχολείου δίνοντας το «παρών» στο πανδαιμόνιο.
Σπρώχνοντας έφτασα μέχρι τον φαλακρό κύριο και τον συμβούλεψα:
-Πάρε τη μπουλντόζα σου και φύγε... Δεν βλέπεις τι γίνεται;
Ύστερα φώναξα στα παιδιά:
-Παιδιά, κάντε χώρο! Η μπουλντόζα φεύγει!
Τα παιδιά αμέσως παραμέρισαν με ζητωκραυγές και χειροκρότησαν το «θηρίο» που έφευγε από τη «σκηνή» μουγκρίζοντας όπως θα έκανα για κάθε ηθοποιό  που έφευγε από τη σκηνή του θεάτρου. Γιατί τα παιδιά ήξεραν ότι δεν ήταν κακή η μπουλντόζα αλλά οι άνθρωποι που την είχαν φέρει μέχρι εκεί για να ξεριζώσει το αγαπημένο δέντρο των παιδιών.
Σιγά σιγά η φασαρία κόπασε. Ο δρόμος άδειασε. Έφυγα κι εγώ.
Το βράδυ στην τηλεόραση το ρεπορτάζ μου μεταδόθηκε με πολύ λίγα λόγια. Δεν χρειαζόταν άλλωστε περισσότερες εξηγήσεις. Οι εικόνες μιλούν μόνες τους και δεν λένε ψέματα:
«Σήμερα το πρωί ένα δέντρο έδωσε τη μάχη του με το σιδερένιο  θηρίο που το λένε μπουλντόζα. Μπροστά στα πόδια μιας μικρής φουντουκιάς παρατάχτηκαν δυο κόσμοι: Ο ανελέητος κόσμος των μεγάλων και ο τρυφερός κόσμος των παιδιών. Στην πρώτη αυτή  αναμέτρηση νίκησαν τα παιδιά και η φουντουκιά. Στη συνέχεια θα δούμε τι θα γίνει...»

Αγγελική Βαρελά








Ο Τσιν–Τσι και τα γουρουνόπουλα


Έξω από το χωριό Τουάν – Τι, κάπου στην κεντρική Κίνα, λέει ένα παραμύθι,  έμενε το Κινεζάκι Τσιν–Τσι  μαζί με τους γονείς του κα τ’ αδέρφια του. Είχαν ένα κτήμα εκεί, ένα καλυβάκι,  για να μένουν οι ίδιοι, κι ένα χοιροστάσιο. Από το κτήμα, που το έσπερναν, έπαιρναν ρύζι και λαχανικά. Κι όταν ήθελαν κρέας, έσφαζαν από κανένα γουρούνι κι έτρωγαν το κρέας του έτσι, ωμό. ήταν λίγο άνοστο μα, τι να γίνει;...
Εκείνο τον καιρό, στα πολύ παλιά χρόνια,  οι άνθρωποι δεν είχαν σπίρτα για ν’ ανάβουν φωτιά.  Και για να μην τους σβήνει, άφηναν πάντα κάποιον στο σπίτι για να της ρίχνει από κανένα ξύλο και να την κρατά αναμμένη.
Μια μέρα άφησαν να τη φυλάξει ο Τσιν–Τσι. Ήταν χειμώνας κι ο μικρούλης ο Τσιν –Τσι χάρηκε πολύ γι’ αυτό. Εκεί όμως που καθόταν κοντά στη φωτιά και ζεσταινόταν, θυμήθηκε πως η γουρούνα τους είχε γεννήσει έξι στρουμπουλά γουρουνάκια. πόσο τ’ αγαπούσε αυτά τα γουρουνάκια ο Τσιν-Τσι! «Τα καημένα, σκέφτηκε, εκεί που είναι κλεισμένα θα κρυώνουν!...»
Είχε πολύ καλή καρδιά ο Τσιν-Τσι. Χωρίς να χάσει καιρό παίρνει απ’ τη φωτιά τους ένα  δαυλί αναμμένο, μαζεύει από γύρω  και κάμποσα ξερά κλαδιά και πηγαίνει κι ανάβει μια δεύτερη φωτιά  μπροστά στην καλυβούλα, εκεί που ήταν τα γουρουνάκια. η καλύβα όμως ήταν φτιαγμένη από καλάμια και ξερόχορτα και άρπαξε αμέσως φωτιά.  Φλόγες πετάχτηκαν και την τύλιξαν από παντού. Τότε κατάλαβε ο Τσιν-Τσι τι λάθος έκανε. Έβαλε τις φωνές.
-Φωτιά! Φωτιά! Θα καούν τα γουρουνάκια μου!
Τρέχει ο πατέρας του. Μα ώσπου να ‘ρθει, η καλυβούλα είχε γίνει στάχτη και τα γουρουνόπουλα βρίσκονταν μέσα στα αποκαΐδια ψημένα.
-Αχ, τι μου ‘κανες! κάνει απελπισμένος ο πατέρας του. Πιάσε τώρα προσεκτικά να τα βγάλουμε από κει. Πηγαίνει να τα πιάσει, χώνονται τα δάχτυλα μέσα στη τρυφερή ψημένη τους σάρκα. Κάηκε.
-Ουφ! κάνει ο πατέρας του και βάζει γρήγορα τα δάχτυλά του στο στόμα του.
-Ουφ! κάνει κι ο Τσιν-Τσι και  βάζει κι αυτός τα δάχτυλά του στο στόμα.
Ξαφνικά έμειναν κι οι δυο ακίνητοι. κοιτάζουν ο ένας τον άλλο με έκπληξη.
-Τι νόστιμο κρέας! λέει ο πατέρας.
-Τι νόστιμο! λέει κι ο Τσιν-Τσι. Και γλείφουν και οι δυο τα δάχτυλά τους.
Από την ημέρα εκείνη σταμάτησαν να τρώνε το κρέας ωμό. Τώρα το ψήνουν στα κάρβουνα. Το είπαν και στους άλλους φίλους τους, πως το κρέας  ψημένο είναι νοστιμότερο, κι εκείνοι το είπαν ε άλλους κι έτσι, από τότε,  κανένας πια δεν ήθελε να τρώει το κρέας ωμό.







Ο γνωστικός βάτραχος



Πολλοί βάτραχοι ζούσαν μέσα σε μια λίμνη. Το καλοκαίρι όμως, από την πολλή ζέστη, η λίμνη ξεράθηκε. Οι βάτραχοι αναγκάστηκαν να φύγουν από κει και να αναζητήσουν αλλού κατοικία. Αποχαιρετίστηκαν λοιπόν συγγενείς, φίλοι και γείτονες και σκορπίστηκαν σε διάφορα μέρη.
Δυο αχώριστοι φίλοι τράβηξαν σ’ ένα μεγάλο λιβάδι. Εκεί ελπίζανε ότι θα βρουν μέρος καλό για να μείνουν. Στο δρόμο που πήγαιναν συνάντησαν ένα βαθύ πηγάδι.
-Να ωραίο μέρος για να μείνουμε, είπε ο ένας. Είναι όπως το θέλουμε. Νερό ήσυχο και πολύ που δεν θα στερέψει ποτέ. Κανείς δεν θα μπορεί να μας πειράξει εδώ κι έτσι θα ζήσουμε ευτυχισμένοι. Έλα να κατέβουμε γρήγορα, μη μας το πιάσει κανείς άλλος.
Κι ήταν έτοιμος να πηδήξει μέσα.
Ο άλλος τον κράτησε από το πόδι και του λέει:
-Στάσου, αδερφέ! Τι πας να κάνεις; Μ’ ένα πήδημα, αλήθεια, μπορούμε να βρεθούμε  κάτω στο πηγάδι. Πριν όμως το κάνουμε αυτό, πρέπει να σκεφτούμε πώς θ’ ανέβουμε αν τύχει και ξεραθεί αυτό το βαθύ πηγάδι;
Ο πρώτος βάτραχος στάθηκε λίγο, έξυσε το κεφάλι του και είπε:
-Σωστά μιλάς, αδερφέ. Εγώ ήμουν βιαστικός και δεν σκέφτηκα το μετά ενώ εσύ μιλάς λογικά.
Και τράβηξαν το δρόμο τους.
«Ό,τι κάνεις κι ό,τι πεις, τα στερνά να στοχαστείς».










Το άσχημο βασιλόπουλο


Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα που δεν είχαν παιδιά. Όλα τ’ αγαθά τα είχαν και μόνο  παιδιά δεν είχαν. Η πίκρα τους γι’ αυτό ήταν μεγάλη. Κάθε τόσο έλεγαν:
-Τι θ’ απογίνει ο θρόνος μας σαν πεθάνουμε; Ποιος θα κυβερνήσει τον λαό μας; Ποιος θα μας γηροκομήσει; Κανείς!
Κι ήταν κάθε μέρα θλιμμένοι κι απαρηγόρητοι.
Επειδή όμως ήταν αγαπημένο αντρόγυνο, προσπαθούσαν ο ένας να κρύβει από τον άλλο τον καημό του.
Όταν η βασίλισσα έβλεπε στενοχωρημένο τον άντρα της, του έλεγε:
-Έχουν και τα παιδιά τα βάσανά τους, βασιλιά μου πολυχρονεμένε. Όποιος δεν έχει, τον παιδεύει ένας καημός, μα όποιος έχει, τον παιδεύουν πολλοί. Για σκέψου να ΄χουμε ένα παιδί κι όλο να μας κρατά ο φόβος μην αρρωστήσει και το χάσουμε;
Κι έτσι φαινόταν ότι ο βασιλιάς έβρισκε παρηγοριά.
Από μέσα της όμως η βασίλισσα συλλογιζόταν κι αναστέναζε: «Άμα λείπει το παιδί από το σπίτι, όλα λείπουν. Τα παιδιά είναι τα στολίδια σε κάθε σπίτι. Είναι ό,τι είναι τ’ αηδόνια την άνοιξη, ό,τι είναι τα λουλούδια στο λιβάδι.  Αν σωπάσουν τ’ αηδόνια,  αν δεν ανθίσουν τα λουλούδια τι θα είναι ο κόσμος; Μια ερημιά θ’ απλωθεί στη γη. Έτσι είναι και τα σπίτια χωρίς το γέλιο των παιδιών».
Και πάλι σαν έβλεπε ο βασιλιάς τη βασίλισσα κλαμένη, της έλεγε:
-Αχ, βασίλισσά μου, καλά είναι τα παιδιά, μα να βγουν καλά και άξια. Μα αν βγουν κακά  και κακότροπα;
Κι έτσι περνούσαν τα χρόνια.
Είχαν γεράσει πια οι βασιλιάδες, μα ο καημός τους δε γιατρευόταν. Αχ, να είχαμε ένα παιδί! Αχ, να είχαμε ένα παιδί! Αυτός ήταν ο αναστεναγμός τους  μέρα και νύχτα.
Ώσπου, από τα πολλά τα παρακάλια, τους άκουσε κάποτε η Μοίρα τους και κίνησε να τους βρει. Ήταν μια γριούλα καμπουριασμένη, με κάτασπρα μαλλιά που ακουμπούσε στο ραβδάκι της και περπατούσε αργά. Παρουσιάστηκε μπροστά τους και τους είπε:
-Σας ακούω χρόνια τώρα να παραπονιέστε και είπα να σαν κάνω τη χάρη.  Έπειτα από τον έναν χρόνο θα αποκτήσετε  γιο.
Να το ακούσει αυτό το αντρόγυνο, πήγαν να τρελαθούν από τη χαρά τους.
-Θα σας δώσω έναν γιο, συνέχισε η Μοίρα, μα από σας θέλω να μου πείτε ποιο χαρίσματα θέλετε να έχει. Ό,τι μου ζητήσετε, θα γίνει.
-Να είναι χίλια τα χρόνια του μα και πάλι να μην λιγοστεύουν, είπε η βασίλισσα.
-Αυτό δεν γίνεται, μα όσο για πολύχρονος θα είναι, τους υποσχέθηκε η Μοίρα.
-Να γίνει παλικάρι! ζήτησε ο βασιλιάς. να μη φοβάται τον κίνδυνο και ν’ αγαπά τη χώρα και τον λαό του.
-Θα γίνει! έκαμε η μοίρα.
-Να είναι καλός! παρακάλεσε η βασίλισσα. Η καρδιά του να είναι ανοιχτή σε όλους τους πόνους και τα βάσανα των ανθρώπων. Να νοιάζεται για τους φτωχούς και τους δυστυχισμένους.
-Όλα όσα ζητάτε θα του δοθούν. Τώρα εγώ πάω. Θέλετε άλλο τίποτα;
-Καλή μου μοίρα, όχι, δε ζητούμε τίποτ’ άλλο. Σαν είναι ο γιος μας πολύχρονος και γενναίος, άξιος και δοξασμένος, κι ακόμα έχει πονετική καρδιά, τι άλλο να θέλει κανείς;
-Καλά, είπε η Μοίρα κι έφυγε.
Μα δεν πρόλαβε καλά καλά να βγει από το παλάτι κι η βασίλισσα φώναξε έναν υπηρέτη να τρέξει και να τη φέρει πίσω.
-Βασιλιά μου, κάναμε ένα μεγάλο λάθος. Όλα τα ζητήσαμε για τον γιο μας, μα ένα πολύ σημαντικό το ξεχάσαμε.
-Τι ξεχάσαμε; ρώτησε ο βασιλιάς ανήσυχος.
-Ξεχάσαμε  να ζητήσουμε να γίνει πεντάμορφο το βασιλόπουλο, σαν όλα τα βασιλόπουλα.
Εκείνη τη στιγμή μπήκε σιγά σιγά η Μοίρα ακουμπώντας το ραβδάκι της.
-Καλή μας Μοίρα, έλεος! Ξεχάσαμε να σου ζητήσουμε να δώσεις την ομορφιά στο βασιλόπουλο, είπε η βασίλισσα.
-Βασιλιά και βασίλισσα, αποκρίθηκε η Μοίρα, αυτό που ζητάτε, δεν μπορεί να γίνει. Ό,τι έγινε,  έγινε. Το ριζικό του γράφτηκε πια και δεν αλλάζει.
Η βασίλισσα στα λόγια τούτα έβαλε τα κλάματα κι ο βασιλιάς,  μόλο που δεν έδινε και πολύ σημασία στην ομορφιά του προσώπου, ήταν κι αυτός καταστενοχωρημένος.
-Ακούστε, συνέχισε η Μοίρα. να προσθέσω κάτι δεν γίνεται. Μπορώ όμως ένα χάρισμα, όποιο μου πείτε, να το ανταλλάξω με την ομορφιά.
Η βασίλισσα με το που άκουσε αυτό, έπεσε στα πόδια της Μοίρας να την ευχαριστούσε.
-Καλή μου Μοίρα, καλή μου Μοίρα, έλεγε.
-Μα κάνετε γρήγορα γιατί με περιμένουν κι αλλού. Ν’ αλλάξω τα πολλά χρόνια που του έδωσα με την ομορφιά; Να γίνει πεντάμορφο αλλά λιγόχρονο;
Η βασίλισσα ανατρίχιασε, κι ο βασιλιάς το ίδιο.
-Θεός φυλάξει, είπαν και οι δυο μαζί.
-Ν’ αλλάξω την παλικαριά του με την ομορφιά;
-Όχι, όχι, ποτέ! φώναξε ο βασιλιάς. Να γίνει φοβητσιάρης ο γιος μου; Και τότε τι τη θέλει την ομορφιά;
Και συμφώνησε κι η βασίλισσα μαζί του.
-Ν’ αλλάξω τότε την καλοσύνη του με την ομορφιά. Να είναι όμορφος, μα σκληρόκαρδος και άπονος.
-Όχι! όχι! χίλιες φορές όχι! έκαμε η  βασίλισσα κι έβαλε τα κλάματα.
Μα και ο βασιλιάς έσκυψε το κεφάλι του θλιμμένος.
Τότε η Μοίρα, άμα είδε πόσο μεγάλος είναι ο πόνος τους, τους ψυχοπόνεσε και τους μίλησε έτσι:
-Τούτο μπορώ να κάμω μόνο: Το παιδί σας μια φορά θα γίνει άσχημο. Μα η ασχήμια του θα είναι μαγεμένη.  Όποιος το αγαπήσει το βασιλόπουλο, θα το βλέπει πεντάμορφο.  Θα το βλέπει να έχει τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθος. Όποιος το αγαπήσει, έτσι θα το βλέπει.
-Και γίνεται αυτό; ρώτησε το βασιλικό αντρόγυνο.
-Γίνεται! Δέχεστε;
-Δεχόμαστε, καλή μας Μοίρα, και προσκυνούμε τα πόδια σου.
Κι έσκυψαν ίσαμε τη γη. Όταν σηκώθηκαν δεν είδαν μπροστά τους τη Μοίρα. Είχε εξαφανιστεί.
Κι αλήθεια. Έπειτα από έναν χρόνο γεννήθηκε το παιδί τους και ήταν πολύ άσχημο.
Αλλά ούτε ο βασιλιάς ούτε η βασίλισσα το έβλεπαν έτσι γιατί ήταν παιδί τους και το αγαπούσαν.
Έλεγε λοιπόν η βασίλισσα σκυμμένη πάνω από την κούνια του μωρού:
-Είδες, βασιλιά μου πολυχρονεμένε, η Μοίρα μας χωράτεψε. Για να μας τρομάξει, μας είπε ότι το παιδί θα γίνει άσχημο.
-Αυτό βλέπω κι εγώ, απαντούσε ο βασιλιάς και γελούσαν με το χωρατό της καλής Μοίρας.
Και το παιδί μεγάλωνε. Κι όσο μεγάλωνε, η ασχήμια του γινόταν πιο φανερή.
Αλλά κανείς δεν την έβλεπε. Γιατί όλος ο κόσμος το αγαπούσε το βασιλόπουλο. Κι αυτό γιατί το βασιλόπουλο ήταν καλό. Αγαπούσε όλον τον κόσμο, κι όλο έκανε καλοσύνες.
Κανένας πια δεν πρόσεχε την ασχήμια του. Κι όχι μόνον αυτό, παρά το έβρισκαν κι όμορφο. Τόσο που η φήμη του δεν άργησε να φτάσει στα πέρατα. Κι η φήμη έλεγε πως είχε τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθος.
Όλοι το αγαπούσαν το βασιλόπουλο.











Η σάλπιγγα


-Γιατί, Τοτό, γιατί δεν πίνεις
το γάλα σου σαν πάντα εσύ,
μόνο σαν σπάταλος το χύνεις
στη σάλπιγγά σου τη χρυσή;

-Γιατί σαν βράχνιασα μια μέρα
και τον λαιμό μου είχα κλειστό,
έτρεξ’ αμέσως η μητέρα
και γάλα μου ‘δωκε ζεστό.

Κι η σάλπιγγά μου κρυωμένη,
τρεις μέρες τώρα είναι βραχνή,
και τη φυσώ κι αυτή σωπαίνει,
σαν να ‘χει χάσει τη φωνή.

Κι αφού κρυώνει και βραχνιάζει,
με τον λαιμό της τον κλειστό,
για να την κάνω να φωνάζει,
γάλα της έδωκα ζεστό!

                                           Ιωάννης Πολέμης













Τα τρία μικρά μυρμηγκάκια


Μια φορά κι έναν καιρό, μέσα σε μια μυρμηγκοφωλιά ζούσαν τρία μικρά μυρμηγκόπουλα:  ο Ψιχουλάκος, ο Σιταρούλης κι ο Κριθαρής.
Ήταν τόσο μικρά ακόμη, που οι μεγάλοι δεν τα άφηναν να βγουν από τη φωλιά τους. Γι΄αυτό η μητέρα τους, κάθε φορά που τα τάιζε, τους έλεγε:
-Φάτε όλο σας το φαΐ, παιδάκια μου, να μεγαλώσετε γρήγορα, να μπορείτε να βγείτε έξω για να δείτε τον ήλιο.
-Τι είναι ο ήλιος, μαμά; ρωτούσαν εκείνα, γεμάτα απορία.
-Είναι μια μεγάλη μπάλα που βγάζει φως και ζέστη, απαντούσε η μητέρα.
-Θα μπορούμε να παίζουμε μαζί του; τη ρωτούσαν.
-Όχι, μωρούλια μου! Όχι! Ο ήλιος είναι πολύ ψηλά. Είναι πάνω στον ουρανό.
Τα τρία μυρμηγκάκια τότε έτρωγαν όλο το φαγητό τους, μαζί και φρούτα και σαλάτα και όσπρια για να μεγαλώσουν γρήγορα, να μπορούν να βγαίνουν έξω και να βλέπουν τον ήλιο. Αυτή τη μεγάλη μπάλα που βγάζει φως και ζέστη.
Μια μέρα, εκεί που κάθονταν μοναχά στη φωλίτσα τους, τους ήρθε μια σπουδαία ιδέα. Οι δικοί τους, καθώς και όλος ο μηρμηγκόκοσμος,  έλειπαν στη δουλειά. Ήταν εποχή της σοδειάς. Ζεστό καλοκαιράκι, βλέπετε, και στα θερισμένα χωράφια υπήρχε πολλή τροφή για τα μυρμήγκια. Έφευγαν όλοι πρωί πρωί με τη δροσιά και γύριζαν το βράδυ σαν έβγαιναν στον ουρανό τ’ αστέρια. Όμως εκεί, στην αρχή αρχή της μυρμηγκοπολιτείας, που ήταν οι αποθήκες, έρχονταν πολλές φορές οι μεγάλοι και ξεφόρτωναν τα πολύτιμα φορτία τους. Ύστερα ξανάβγαιναν από την μεγάλη τρύπα, την είσοδο της φωλιάς, για να ξανάρθουν σε λίγο με νέα τρόφιμα.
Κανείς δεν τεμπέλιαζε στη μυρμηγκοπολιτεία. Μονάχα τα μωρά, αυτά που ήταν ακόμα πολύ αδύναμα, απαγορευόταν να βγουν έξω κι έμεναν μόνα στις φωλιές τους.
-Ξέρετε τι σκέφτομαι; είπε εκείνο το πρωί ο Σιταρούλης στ’ αδερφάκια του.
Να βγούμε σήμερα έξω. Να πάμε κι εμείς να δούμε επιτέλους τον ήλιο.
-Να πάμε! Να πάμε! συμφώνησε ο Ψιχουλάκος με προθυμία.
   -Χωρίς να ρωτήσουμε κανέναν; Μα θα μας μαλώσουν όταν το μάθουν, είπε ο Κριθαρής.
  -Θα τους πούμε ότι τώρα πια μεγαλώσαμε.
  -Αυτό τους το έχουμε ξαναπεί αλλά δεν μας πίστεψαν.
Έμειναν τότε και τα τρία σκεφτικά. Ξαφνικά ο  Κριθαρής πετάχτηκε πάνω κι έβαλε μια δυνατή φωνή:
  -Το βρήκα! Θα κάνουμε κάτι πολύ σπουδαίο. Κάτι που όταν το μάθουν, θα πιστέψουν ότι μεγαλώσαμε. Τι είναι αυτό, ακόμα δεν το ξέρω. Θα το σκεφτούμε στο δρόμο.
  Τ’ άλλα συμφώνησαν και μια και δυο, ξεκίνησαν για ν’ ανέβουν στη γη. Ήταν πολύ χαρούμενα. θα γνώριζαν τον κόσμο των μεγάλων! Θα έβλεπαν επιτέλους αυτή τη μεγάλη μπάλα που βγάζει φως και ζέστη και τη λένε ήλιο.  Έπρεπε όμως να βρουν κάτι σπουδαίο να κάνουν για να πεισθούν οι γονείς τους ότι μεγάλωσαν πια.
  Πρώτα πρώτα βγήκαν έξω  από τη φωλίτσα τους και βρέθηκαν σ’ έναν μακρύ και ανηφορικό διάδρομο. Αυτός ήταν ένας από τους δρόμους της μυρμηγκοπολιείας που οδηγούσε στην έξοδο. Περπάτησαν, περπάτησαν, περπάτησαν χωρίς να συναντήσουν ψυχή. Πού και πού διασταυρώνονταν με άλλα στενότερα  δρομάκια που κι εκεί βασίλευε η ίδια ερημιά και ησυχία. Όσο προχωρούσαν τόσο πιο φωτεινός γινόταν ο διάδρομος. Κατάλαβαν ότι επιτέλους πλησίαζαν στην έξοδο. Μα ξαφνικά!... Ω! δυστυχία τους! Εκεί έξω από τις μεγάλες αποθήκες υπήρχε κίνηση.  Δυο τρεις φορτωμένοι μέρμηγκες ξεφόρτωναν τα σποράκια που είχαν φέρει, ενώ οι αποθηκάριοι τους βοηθούσαν, τακτοποιώντας τα σε σειρές.
  -Τώρα θα μας δουν. Δεν θα μας αφήσουν να περάσουμε, είπε ο Κριθαρής.
  -Θα μας πούνε μωρά, είπε ο Ψιχουλάκος.
  Δεν πρόλαβε να πει κι ο Σιταρούλης τη σκέψη του και μια φωνή ακούστηκε από το μέρος της αποθήκης,
  -Ε, εσείς πιτσιρίκοι, για πού το βάλατε; Δεν ξέρετε ότι απαγορεύεται στα μωρά να βγαίνουν έξω;
  -Δεν είμαστε πια μωρά. Αν θέλετε, μπορείτε να μας δοκιμάσετε, ακούστηκε δυνατή και θαρραλέα η φωνή του Κριθαρή.
  Οι αποθηκάριοι έβαλαν τα γέλια.
  -Μπράβο κουράγιο τα πιτσιρίκια! Εμπρός λοιπόν, αφού το λέει η καρδούλα σας, ελάτε να σας δοκιμάσω, είπε ο γεροντότερος.
Με καρδιά που χτυπούσε δυνατά, ο Κριθαρής πλησίασε πρώτος. Ο αποθηκάριος σήκωσε τότε ένα μεγάλο σπειρί σιτάρι και του είπε:
-Αν μπορείς, μετακίνησέ το. Το σιτάρι ήταν πολύ μεγαλύτερο από το μπόι του Κριθαρή.  Μα ο Κριθαρής έβαλε όλη του τη δύναμη και προσευχήθηκε από μέσα του: «Θεέ μου, εσύ που βοηθάς στις δύσκολες στιγμές όλα τα πλάσματά σου,  από τον μεγάλο ελέφαντα, μέχρι το μικρό μυρμήγκι, βοήθησε τώρα και τον Κριθαρή σου». Έδωσε μια και μετακίνησε το βαρύ σιτάρι.
-Μπράβο! Μπράβο μικρέ! φώναξαν οι αποθηκάριοι. Ο άλλος τώρα.
Ο Σιταρούλης πλησίασε. Νόμιζε πως η καρδούλα του θα έσπαγε, τόσο δυνατά χτυπούσε. Α, όχι. Θα προτιμούσε να έμενε στη φωλίτσα του, παρά να δοκιμάσει αυτό το καρδιοχτύπι.
«Θεούλη μου, εσύ που προστατεύεις όλα τα πλάσματά σου στις δύσκολες στιγμές, από τον μεγάλο ελέφαντα μέχρι το μικρό μυρμήγκι, βοήθησε τώρα τον Σιταρούλη σου», ψιθύρισε κι αυτός την προσευχή που τους είχε μάθει η γιαγιά τους. Άπλωσε τότε τα χεράκια του και φορτώθηκε το μεγάλο σιτάρι.
-Μπράβο! Μπράβο, πιτσιρίκο, καλά τα κατάφερες, φώναζαν οι αποθηκάριοι ενθουσιασμένοι.
Ήρθε μετά η σειρά του Ψιχουλάκου. Ο καημένος ο Ψιχουλάκος! Αυτός ήταν ο πιο μικρός και ο πιο αδύναμος απ’ όλους. Αυτό το ήξερε. μα δεν μπορούσε να κάμει αλλιώς. Έπρεπε να δοκιμάσει.
«Θεούλη μου, εσύ που προστατεύεις όλα τα πλάσματά σου στις δύσκολες στιγμές, από τον μεγάλο ελέφαντα μέχρι το μικρό μυρμήγκι, βοήθησε τώρα τον Ψιχουλάκο σου», ψιθύρισε κι αυτός την προσευχή του.
Όμως πριν προλάβει να φορτωθεί το βαρύ φορτία, τα δυο αδέρφια του μ΄ένα πήδημα βρέθηκαν στο πλευρό του. Το σιτάρι το σήκωναν τώρα και τα τρία μαζί. Ξέροντας την αδυναμία του Ψιχουλάκου, σκέφτηκαν να του προσφέρουν τη βοήθειά τους. Αυτή η πράξη συγκίνησε τους αποθηκάριους, να βλέπουν και τα τρία μυρμηγκάκια να σηκώνουν μαζί ένα σιτάρι, κι έβγαλαν αμέσως την απόφασή τους:
-Είσαστε ελεύθερα να περάσετε. Βέβαια και έχετε πια μεγαλώσει.
Χαρούμενα τα τρία αδερφάκια έτρεξαν προς την έξοδο. Αυτό το κάτι το πολύ σπουδαίο το είχαν κάνει. Τώρα, δεν έμενε  παρά να γνωρίσουν τον κόσμο. Να δουν επιτέλους τη μεγάλη μπάλα που βγάζει φως και ζέστη και την έλεγαν ήλιο. Τρία κεφαλάκια κοίταζαν έξω από την τρύπα της μυρμηγκοφωλιάς. Τρεις μικρές καρδούλες πλημμύρισαν από ευτυχία στο αντίκρισμα της όμορφης γης που ήταν σκεπασμένη με ξανθά σιτάρια.








Ο Ήλιος κι ο Αέρας


Ο Αέρας θύμωσε,
με τον Ήλιο μάλωσε.
Ο Αέρας έλεγε:
«Είμαι δυνατότερος!»
Και ο Ήλιος έλεγε:
«Σε περνώ στη δύναμη!»
Ένας γέρος άνθρωπος
με τη μαύρη κάπα του
στο χωράφι πήγαινε.
Ο Αέρας λάλησε:
«Όποιος έχει δύναμη
παίρνει από τον γέροντα
τη χοντρή την κάπα του!»
Φύσησε, ξεφύσησε,
έσκασε στο φύσημα.
Άδικος ο κόπος του.
Κρύωσε ο γέροντας
και διπλά τυλίχτηκε
στη χοντρή την κάπα του.
Και ο Ήλιος λάλησε:
«Όποιος έχει δύναμη
παίρνει από τον γέροντα
τη χοντρή την κάπα του!»
Έφεξεν ολόλαμπρος,
καλοσύνη σκόρπισε.
Έβγαλε ο γέροντας
τη χοντρή την κάπα του.
Πάλι ξαναλάλησε:
«Άκουσε και μάθε το:
Σε περνώ στη δύναμη
γιατί πας με το κακό
κι εγώ πάω με το καλό!»

Γεώργιος Δροσίνης






  


Γιατί τα σκυλιά κυνηγάνε τις γάτες και οι γάτες τους ποντικούς



Οι σκύλοι με τις γάτες και οι γάτες με τους ποντικούς ήταν κάποτε φίλοι. Μα κάποτε τσακώθηκαν, κι από τότε κρατάει το μίσος τους από γενιά σε γενιά, κι όλοι μας σήμερα ξέρουμε πόσο εχθρεύονται οι σκύλοι τις γάτες και οι γάτες τους ποντικούς.
Και να πώς έγιναν τα πράγματα:
Μια φορά κι έναν καιρό, πάνε χρόνια από τότε, τα σκυλιά μπλέχτηκαν δίχως να το θέλουν σε μια δίκη. Τα καημένα όμως, σαν σκυλιά που ήταν, δεν ήξεραν από δίκες και τα είχαν χαμένα. Έτρεχαν από δω, έτρεχαν από κει... Με τα πολλά κάποιος τους ορμήνεψε να πάνε σ’ ένα δικηγόρο. Μα κι ο δικηγόρος σε άλλες σκοτούρες τους έβαλε. Να βρούνε μάρτυρες, να βρούνε λεφτά, να υπογράψουν χαρτιά...
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, μια μέρα ο δικηγόρος τους παρέδωσε με μεγάλη επισημότητα ένα σωρό χαρτιά και τους είπε να τα φυλάξουν (σκυλιά είναι αυτά.  Ξέρουν να φυλάνε πράγματα) με πολλή προσοχή.  Από αυτά τα χαρτιά θα εξαρτιόταν η τύχη της δίκης. Τα σκυλιά ντράπηκαν, συμφώνησαν και πήραν τα πολύτιμα χαρτιά για να τα φυλάξουν. Μα, άντε πάλι, άλλη σκοτούρα κι αυτή. Πού να κρύψουν τα χαρτιά; Ποιος να τα φυλάει κάθε μέρα;
Ο πιο γέρικος σκύλος, αυτόν που όλοι σέβονταν και λογάριαζαν τη γνώμη του, είπε:
-Είμαστε εμείς για τέτοια; Όλη την ημέρα γυρίζουμε στους δρόμους να βρούμε κανένα κόκαλο κι αυτός ο χριστιανός μας έβαλε να του φυλάμε τα χαρτιά;
Εκείνη την ώρα, να μπροστά του μια γάτα. Άσπρη, άσπρη και καθαρή μ’ έναν κόκκινο μεταξωτό φιόγκο στο λαιμό της και μια γαλάζια χάντρα για να μην την πιάνει το μάτι, καλοταϊσμένη, καλοζωισμένη, κατέβαινε απ’ της κυράς της το σπίτι, να κάνει βόλτα στη λιακάδα. Τη βλέπουνε τα καημένα τα σκυλιά σαν σωτηρία μέσα στην απελπισία τους και ευθύς τη φωνάζουν και της λένε:
-Ε, κυρα-γάτα, δεν παίρνεις εσύ να μας φυλάξεις τούτα τα πολύτιμα χαρτιά μια και είσαι νοικοκυρά κι έχεις και σπίτι δικό σου;
Η γάτα γύρισε και κοίταξε τους σκύλους, τους είδε αναμαλλιασμένους, αναστατωμένους, ταραγμένους και κατάλαβε πως το πράγμα ήταν σοβαρό. Σκέφτηκε να μην αναλάβει μόνη της αυτήν την ευθύνη
-Μμ, τι να σας πω; τους αποκρίθηκε. Ας φωνάξουμε εδώ όλο το σόι μου κι αν συμφωνήσει, μετά χαράς να σας κάνω αυτή τη χάρη.
Αμέσως τα σκυλιά χύθηκαν στους δρόμους να μαζέψουν τις γάτες.
Όταν μαζεύτηκε ολόκληρο το γατόσογο, τους είπαν οι σκύλοι ποια χάρη ζητούσαν. Οι γάτες σκέφτηκαν κάμποσο κι αποφάσισαν να δεχτούν να βοηθήσουν τα σκυλιά, μια κι αυτό που ήθελαν δεν ήταν και τίποτα σπουδαίο γι’ αυτές, κι από την άλλη μεριά θα κέρδιζαν έτσι την παντοτινή ευγνωμοσύνη του σκυλόσογου που, ποτέ δεν ξέρεις, κι αυτοί με τη σειρά τους μπορεί να τις χρειάζονταν κάποια μέρα.
Οι σκύλοι παρέδωσαν με ανακούφιση τα χαρτιά στις γάτες και σκόρπισαν ευθύς στους δρόμους να χώσουν τη μουσούδα τους σε κανέναν σκουπιδοτενεκέ.
Οι γάτες πάλι παρέλαβαν τα πολύτιμα χαρτιά και πήδησαν από ένα παράθυρο σε ένα γειτονικό σπίτι. Στο πρώτο δωμάτιο βρήκαν το τραπέζι των ανθρώπων στρωμένο και το φαγητό στα πιάτα.
-Να μην τ’ αφήσουμε εδώ τα χαρτιά, νιαούρισε μια γάτα. Μπορεί να τα πάρουν οι άνθρωποι και να τα σκίσουν. Πάμε πιο μέσα.
Όλες οι γάτες βρήκαν τα λόγια της σοφά και ευθύς τρύπωσαν στο άλλο δωμάτιο.  Εκεί ένα μικρό αγόρι καθόταν χάμω και έπαιζε μ’ ένα σωρό παιχνίδια.
-Πα, πα, πα, ψιθύρισε μια άλλη γάτα. Από τούτο το μικρό τίποτα δεν θα γλιτώσει. Πάμε αλλού.
Αφού γύρισαν έτσι πολύ ευσυνείδητα – το σωστό πρέπει να το λέμε – όλο το σπίτι, στο τέλος συμφώνησαν πως το πιο κατάλληλο μέρος  για να κρύψουν τα πολύτιμα χαρτιά ήταν  το κελάρι.
-Ακούστε κι εμένα που είμαι του σπιτιού, είπε η γάτα με  την κόκκινη κορδελίτσα, εδώ να τα κρύψουμε. Η νοικοκυρά μπαίνει αραιά και πού να πάρει κάτι, κι ύστερα εδώ κάτω είναι τόσο σκοτεινά, που και να μπει, δεν θα τα δει.
Πήδηξε τότε η πιο σβέλτη γάτα πάνω σ’ έναν τενεκέ με λάδι κι από εκεί τοποθέτησε ωραία ωραία τα χαρτιά στο πιο ψηλό ράφι. Ύστερα έκλεισαν με προσοχή την πόρτα του κελαριού και βγήκαν έξω. Όμως οι καημενούλες οι γάτες δεν είχαν λογαριάσει καλά.
Σ’ εκείνο το κελάρι, πραγματικά, η νοικοκυρά του σπιτιού έμπαινε αραιά και πού, αλλά... εκεί έμενε μια ολόκληρη οικογένεια ποντικών. Μόλις έκλεισε η πόρτα και ξανάγινε στο κελάρι σκοτάδι, το πιο μικρό ποντικάκι βγήκε από την τρύπα του και πήγε να δει τι ήταν τάχα το καινούριο δέμα που έφεραν οι γάτες. Αμέσως άρχισαν τα δοντάκια του να δουλεύουν σαν πριόνι και χρουτς χρουτς  σκιζόταν λίγο λίγο το χαρτί.
Τ’ αδέρφια του, που άκουσαν τον θόρυβο,  έτρεξαν περίεργα, μαζί και ο ποντικομπαμπάς και η ποντικομαμά. Έτσι ολόκληρη η ποντικοοικογένεια ρίχτηκε με όρεξη στα χαρτιά. Κρουτς, κρουτς.
Πέρασε καιρός, και μια μέρα ο μεγάλος δικηγόρος  ζήτησε από τα σκυλιά να του φέρουν τα χαρτιά. Τα σκυλιά έτρεξαν στις γάτες και οι γάτες πήγαν να τα πάρουν από το κελάρι. Μα τι ήταν αυτό που αντίκρισαν τα μάτια τους; Τα πολύτιμα χαρτιά είχαν γίνει μικρά μικρά κομματάκια! Αμέσως κατάλαβαν τι είχε συμβεί. Απελπισμένες χύθηκαν στον δρόμο τραβώντας τα μουστάκια τους.  Τις βλέπουν στη στιγμή οι σκύλοι, τις ρωτούν τι έγιναν τα χαρτιά και μόλις μαθαίνουν την αλήθεια, αρχίζουν να τις κυνηγούν. Οι γάτες πάλι σαν λυσσασμένες, από το κακό τους, τρέχουν, ξετρυπώνουν τα ποντίκια και τα παίρνουν στο κατόπι.
Τότε έγινε μεγάλο κακό. Γέμισαν οι δρόμοι γάτες, σκυλιά, ποντίκια. Μπροστά έτρεχαν τα ποντίκια πέρα δώθε. Πίσω τους οι γάτες με σηκωμένες τις τρίχες  της γούνας τους και πιο πίσω τα σκυλιά. Νιαουρίσματα, γαυγίσματα παντού. Μεγάλος σαματάς.
Μετά από πολύ κυνηγητό απόκαμαν και ο καθένας κοίταξε να κρυφτεί όπου μπορούσε για να σωθεί, τα ποντίκια από τις γάτες και οι γάτες από τα σκυλιά. Έτσι, από κείνη την ημέρα γεννήθηκε η έχθρα, κι όπου συναντήσει σκύλος γάτα την παίρνει στο κυνηγητό. Το ίδιο και η γάτες με τα ποντίκια.


                                                          Φανή Παπαλουκά






Ο ποντικούλης


Στο σκοτάδι μαστορεύουν
πέντε ποντικοί.
Τι σκεπάρνια! Τι πριόνια!
Τι μαστορική!
Σε ντουλάπι νοικοκύρη
βάλθηκαν να μπουν.
Κρατς! ο ένας, κριτς! ο άλλος,
κόβουν και τρυπούν.

Είναι νύχτα και στο σπίτι
το ‘ριξαν βαριά.
Ετεμπέλιασεν ο γάτος
δίπλα στη φωτιά.
Μόνο η φάκα στο ντουλάπι
κάθεται ξυπνή
κι αφουγκράζεται τον κλέφτη
κι ώρες αγρυπνεί.

Με τα δόντια τους ανοίξαν
τρύπα φοβερή.
Να τους! Μπαίνουν ένας ένας,
βόσκουν στο τυρί,
παξιμάδια ροκανίζουν,
στο γλυκό βουτούν,
κουβεντιάζουν, σουλατσάρουν,
σιγοπερπατούν.

Κι ο μικρός ο ποντικούλης,
που όλο τριγυρνά,
μες στη φάκα μπαινοβγαίνει
και τήνε κουνά.
Φραπ! εκείνη τον γραπώνει
και τον έχει εκεί.
Για τους πέντε, ο ποντικούλης
μπήκε φυλακή.

Ζαχαρίας Παπαντωνίου










Οι τρεις συμβουλές

Κάποτε, στα πολύ παλιά χρόνια, ζούσε σ’ ένα χωριό ένας καλός άνθρωπος, με τη γυναίκα του και τον γιο του. Τον έλεγαν Μιχάλη και δούλευε σκληρά για να κερδίζει το ψωμί του.  Όμως οι καιροί ήταν δύσκολοι, κι όσο κι αν κόπιαζε, δύσκολα, πολύ δύσκολα κατάφερνε να τα βγάζει πέρα.
Αποφάσισε λοιπόν μια μέρα να ξενιτευτεί, να πάει στην Πόλη να δουλέψει. Έτσι θα μπορούσε να στέλνει από κει  χρήματα στους δικούς του. Θα νοσταλγούσε βέβαια τη γυναίκα του και το παιδί του, το χωριό του και τους φίλους του. Μα τι να κάνει; Μόνον έτσι θα γλίτωνε απ’ τη φτώχεια.
Φίλησε λοιπόν τη γυναίκα και το παιδί του κι έφυγε για την Πόλη.  Ταξίδεψε, ταξίδεψε μέρες πολλές κι έφτασε κάποτε κουρασμένος. Καθώς όμως δεν ήξερε καμιά τέχνη, χτύπησε την πόρτα ενός αρχοντικού και ζήτησε από τον άρχοντα να τον πάρει για υπηρέτη. Εκείνος δέχτηκε κι έτσι ο Μιχάλης βρήκε σπίτι και τροφή κι άρχισε να κερδίζει χρήματα. Όλα όμως τα ‘στελνε στους δικούς του. Για τον ίδιο δεν κρατούσε τίποτε.
Πέρασαν δέκα χρόνια κι είπε πια να γυρίσει στο χωριό του. Αρκετά είχε στείλει στους δικούς του. Καιρός πια να φιλήσει τη γυναίκα του και το παιδί του.
Πριν φύγει, ο άρχοντας τον φώναξε και του είπε:
-Μιχάλη, δούλεψες τίμια τόσα χρόνια. Επειδή είσαι καλός άνθρωπος, θα σου δώσω για δώρο τρεις πολύτιμες συμβουλές. Να τις θυμάσαι όμως. Έχεις πολύ δρόμο για να φτάσεις στο χωριό σου. Πολλά μπορούν να σου συμβούν. Μα αν ακολουθήσεις τις συμβουλές αυτές, τίποτα δεν έχεις να φοβηθείς.
-Σ’ ακούω αφέντη μου, αποκρίθηκε ο Μιχάλης.
-Πρώτα πρώτα να μη ρωτάς για ό,τι δεν σε νοιάζει, είπε ο άρχοντας.
-Καλά, αφέντη μου, είπε ο Μιχάλης. Σ’ ευχαριστώ! Η δεύτερη;
-Από τον δρόμο σου ποτέ να μην ξεστρατίζεις.
-Καλά, αφέντη μου. Σ’ ευχαριστώ! Και η τρίτη;
-Τον βραδινό σου θυμό να τον φυλάς το πρωινό, του είπε ο άρχοντας. Άντε τώρα, στο καλό!
-Σ’ αφήνω γεια, αφεντικό, απάντησε ο Μιχάλης και ξεκίνησε για το χωριό του.
Χρήματα βέβαια δεν είχε για να αγοράσει άλογο, αφού όλα τα έστελνε στο σπίτι του. Έτσι, τι να κάνει, πήγαινε με τα πόδια.
Περπάτησε δυο μέρες και δυο νύχτες, και ξαφνικά, το άλλο πρωί, βλέπει έναν άνθρωπο παράξενα ντυμένο να κολλάει χρυσά φλουριά (νομίσματα) στα φύλλα μιας ελιάς. Περίεργο, σκέφτηκε, γιατί το κάνει αυτό; Γιατί είναι έτσι ντυμένος; Όμως θυμήθηκε τη συμβουλή του αφεντικού του, να μην ρωτά για ό,τι δεν τον νοιάζει, και συνέχισε τον δρόμο του.
-Ε, σταμάτα. Θέλω να σου μιλήσω, του φώναξε ο άνθρωπος με τα παράξενα ρούχα. Χρόνια τώρα είμαι εδώ και κάνω αυτό που βλέπεις. Περιμένω να δω αν θα περάσει κανείς χωρίς να με ρωτήσει το γιατί. Όμως μόνο εσύ δεν με ρώτησες. Μπράβο, δεν είσαι καθόλου περίεργος. Πάρε λοιπόν όλα τα φλουριά που είναι στο δέντρο και στο σακούλι για ανταμοιβή σου.
Χαρούμενος ο Μιχάλης μάζεψε τα φλουριά, τα έβαλε όλα στο σακούλι, ευχαρίστησε τον άνθρωπο και συνέχισε τον δρόμο του.
Περπάτησε μια μέρα και μια νύχτα και το άλλο πρωί βλέπει πέντε αγωγιάτες, με τα γαϊδουράκια τους φορτωμένα τρόφιμα, να παίρνουν τον δρόμο τον δικό του.
-Ε, καλοί μου άνθρωποι, τους φώναξε. Κάντε μου μια χάρη. Άστε με να φορτώσω αυτό το σακούλι σ’ ένα γαϊδουράκι. Έρχομαι από μακριά και κουράστηκα να το βαστώ.
-Μετά χαράς, αποκρίθηκαν εκείνοι.
Έτσι, συνέχισαν τον δρόμο τους όλοι μαζί. Ο Μιχάλης ευχαριστούσε τον Θεό για την καλή του τύχη.
Ξαφνικά, βλέπουν από μακριά ένα παλιό, ετοιμόρροπο σπίτι.
-Εκεί μέσα είναι μια ταβέρνα, είπε ένας αγωγιάτης. Πάμε να πιούμε κρασί.
-Έλα κι εσύ μαζί μας, είπαν στον Μιχάλη.
Εκείνος όμως θυμήθηκε την δεύτερη συμβουλή του αφεντικού του, ποτέ να μην ξεστρατίζει από τον δρόμο του, και δεν μπήκε στην ταβέρνα. Κάθισε απ’ έξω και φύλαγε τα γαϊδουράκια και τα πράγματα.
Οι αγωγιάτες στην ταβέρνα όλο έπιναν κρασί, ώσπου μέθυσαν κι άρχισαν να χορεύουν και να φωνάζουν. Κι από το πολύ ταρακούνημα, γκρεμίζεται η ταβέρνα και πέφτει το ταβάνι στα κεφάλια τους.
Είδε κι έπαθε ο καημένος ο Μιχάλης να τους βγάλει από κει. Τους περιποιήθηκε, τους έδεσε τα τραύματα, τους έπλυνε και τους έβαλε να ξαπλώσουν κάτω από ένα δέντρο.
Εκείνοι για να τον ευχαριστήσουν, του είπαν:
-Πάρ’ τα όλα. Και τα γαϊδουράκια και τα τρόφιμα, για το καλό που μας έκανες.
Με τα γαϊδουράκια φορτωμένα τώρα ο Μιχάλης συνέχιζε χαρούμενος τον δρόμο του. Σκεφτόταν τι χαρά θα έκανε η γυναίκα του όταν θα τον έβλεπε να φτάνει με όλα τούτα τα καλά στο σπιτικό τους.
Περπάτησε ακόμη μια μέρα και τη νύχτα έφτασε επιτέλους στο χωριό του. Όταν όμως πλησίαζε στο σπίτι του, βλέπει έναν άντρα να μπαίνει μέσα και τη γυναίκα του να τον καλωσορίζει.
«Α! έτσι», σκέφτηκε θυμωμένα. «Εγώ δούλευα  τόσα χρόνια στην ξενιτιά για να της στέλνω χρήματα κι αυτή με ξέχασε και παντρεύτηκε άλλον. Θα ξαναφύγω  λοιπόν κι εγώ. Θα πάω πίσω στην Πόλη.»
Κι έκανε να ξεκινήσει. Σκέφτηκε όμως την τρίτη συμβουλή του αφεντικού του, τον βραδινό του τον θυμό να τον κρατά για πρωινό. Πήγε λοιπόν εκεί κοντά σε μια καλύβα και κοιμήθηκε ώσπου να ξημερώσει.
Πρωί πρωί την άλλη μέρα άκουσε να μιλούν  στην πόρτα του σπιτιού του. Βγαίνει από την καλύβα και βλέπει τον άντρα, που είχε δει το βράδυ, να φεύγει και να λέει στη γυναίκα του!
-Γεια σου, μάνα, θα γυρίσω το βράδυ.
Ήταν ο γιος του! Είχε μεγαλώσει τόσο. Είχε γίνει άντρας πια τόσον καιρό που έλειπε στην Πόλη.
«Άδικα θύμωσα χθες», σκέφτηκε. «Πώς δεν έκανα το λάθος να ξαναφύγω.»
Έτρεξε τρελός από τη χαρά του, τους αγκάλιασε και ξεφόρτωσε τα καλά που τους είχε φέρει. Από τότε δεν ξανάφυγε ποτέ από το χωριό του. Έζησε εκεί χρόνια πολλά, με όλα τα καλά του, με τη γυναίκα και τον γιο του.

                                                                     Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου





Πώς τα δελφίνια αγάπησαν τους ανθρώπους

Ήταν μια φορά ένα μικρό δελφίνι.
Ζούσε με το κοπάδι του στ’ ανοιχτά της θάλασσας ξένοιαστο κι ευτυχισμένο, κι ήταν η χαρά και το καμάρι της μάνας του. Όλη τη μέρα έπαιζε με τα κύματα. Πότε πηδούσε ψηλά στον αέρα, πότε βυθιζόταν βαθιά στα νερά. Το σταχτόμαυρο κορμί του γυάλιζε σαν ατσάλι στον ήλιο και η σβελτάδα του δεν είχε ταίρι. Όλο το κοπάδι των δελφινιών  το ήξερε και το αγαπούσε. Ήταν το χαϊδεμένο τους, «το μικρό μας δελφίνι», όπως το έλεγαν.
Όμως, το  μικρό μας δελφίνι είχε ένα ελάττωμα, και το ελάττωμά του αυτό έδινε κιόλας πολλές σκοτούρες στη μητέρα του και πολλές τιμωρίες στο μικρό δελφίνι.
Ήταν περίεργο. Ήθελε όλα να τα μαθαίνει, όλα να τα δει. Εκεί που έπλεε ήσυχα μ’ όλο του το κοπάδι, κι έλεγαν τ’ άλλα δελφίνια με θαυμασμό: «Δες, το μικρό μας δελφίνι έβαλε μυαλό», ξαφνικά το έχαναν! Το κοπάδι σκόρπιζε τότε να το βρει. Η μητέρα του ανησυχούσε, συγχυζόταν, την έπιανε η καρδιά της. Κι ύστερα, όσο να ‘ναι, ντρεπόταν και τ’ άλλα δελφίνια που τ’ άκουγε να μουρμουρίζουν:
-Πάλι τα ίδια!
Στο τέλος βέβαια κάθε φορά το έβρισκαν το μικρό μας άτακτο δελφίνι και το γύριζαν στο κοπάδι.
-Τι έκανες πάλι; το μάλωνε η μητέρα του.
Κι εκείνο έπαιρνε το πιο αθώο ύφος του κόσμου κι εξηγούσε τόσο  φυσικά:
-Είδα ένα μεγάλο ξερονήσι στη θάλασσα.
-Ε, κι ύστερα;
-Αναρωτήθηκα τι να είναι άραγε από πίσω...
Πάλι τα ίδια και πάλι τα ίδια...
Άδικα προσπαθούσε να το συνετίσει η μητέρα του. Άδικα δοκίμασαν οι γεροντότεροι του κοπαδιού να του εξηγήσουν τους κινδύνους που υπήρχαν. Του είπαν για τις πλαστικές σακούλες που πετάνε οι άνθρωποι, για τα δίχτυα, για καρχαρίες και όρκες,
Κάποτε όμως το μικρό μας δελφίνι βαρέθηκε τη θάλασσα και του μπήκε στο νου να εξερευνήσει και την ξηρά. Μέρες ολόκληρες πάλευε να διώξει την καινούρια του επιθυμία. Είχε ακούσει τόσες φορές τ’ άλλα δελφίνια  να λένε: «Η στεριά είναι άλλος κόσμος,  δεν είναι για μας». Μα το μικρό περίεργο και πεισματάρικο δελφίνι μας  δεν μπορούσε να ησυχάσει. «Είναι άλλος κόσμος! Καλά, μα τι κόσμος;» αναρωτιόταν, και το μυαλουδάκι του δεν μπορούσε να δώσει απόκριση.
Ήξερε ακόμα πως στην ξηρά βασίλευε  ένα παντοδύναμο θηρίο, ο άνθρωπος. Το μικρό μας δελφίνι, βέβαια, τον φοβόταν τον άνθρωπο, όμως ήθελε τόσο πολύ να δει την ξηρά! Και μια μέρα δεν άντεξε άλλο. Εκεί που έπλεε μ’ ολόκληρο το κοπάδι, αντίκρισε από μακριά μια αμμουδιά. Καμώθηκε τότε πως κουράστηκε. Έμεινε ξοπίσω επίτηδες. Το υπόλοιπο κοπάδι σιγά σιγά ξεμάκρυνε. Όταν έφυγε αρκετά μπροστά, το μικρό μας δελφίνι όρμησε σαν τρελό για την ξηρά.
Όταν έφτασε κοντά, έκοψε τον δρόμο του και κρύφτηκε πίσω από έναν βράχο. Εκεί έβγαλε το κεφάλι του έξω από το νερό. Τι όμορφη που ήταν η στεριά! Είδε μια σειρά από φρεσκοασβεστωμένα σπιτάκια με μπλε παράθυρα, είδε βαρκούλες να  λικνίζονται στο λιμανάκι, είδε δίχτυα απλωμένα σε σχοινιά.
Το δελφινάκι ξεθάρρεψε. Τέντωσε το σώμα του και μ’ ένα πήδημα βρέθηκε στην παραλία.
-Τι ήσυχα που είναι όλα, μουρμούρισε.
Δυο, τρεις άνθρωποι πιο κει, καθισμένοι κατάχαμα, μπάλωναν τα δίχτυα τους. Σήκωσε το δελφίνι μας το κεφάλι του να τους δει. Άλλοι κουβέντιαζαν και άλλοι σιγοτραγουδούσαν.
«Η μητέρα δεν θα ξέρει καλά», σκέφτηκε. Οι άνθρωποι φαίνονται καλοί. Και πλησίασε περισσότερο. Μα ξαφνικά ζαλίστηκε, σαν να μην ένιωθε καλά. Σκέφτηκε να φύγει από κει, να γυρίσει στη θάλασσα, μα δεν μπορούσε. Το σώμα του έγινε με μιας βαρύ, το κεφάλι του αντίθετα ελαφρύ κι όλο ελάφραινε, σαν να άδειαζε. Άρχισε να φοβάται, να ιδρώνει. Σκέφτηκε τη μητέρα του, τους φίλους του και η καρδιά του σφίχτηκε. Γύρω του τώρα άκουγε κουβέντες. Άνοιξε τα μάτια του και είδε ανθρώπους σκυμμένους πάνω του. Τα ξανάκλεισε με φόβο. Η καρδιά του πήγαινε να σπάσει.
«Τώρα ήρθε το τέλος μου», σκέφτηκε.
-Δέστε ένα δελφίνι, άκουσε μια φωνή να λέει δίπλα του.
-Τι όμορφο που είναι, είπε ένας άλλος.
Ένιωσε ένα παιδικό χεράκι να του χαϊδεύει τη ράχη.
-Πώς βρέθηκε εδώ;
-Ακόμα ζει. Αν μείνει εδώ, θα πεθάνει. Άντε όλοι μαζί να το ρίξουμε στη θάλασσα.
Έπιασαν τότε όλοι μαζί οι άνθρωποι και το έσυραν μαλακά και σιγά σιγά στο νερό. Το μικρό μας δελφίνι ένιωσε αμέσως καλύτερα, και σε λίγο ακόμη καλύτερα, ώσπου συνήλθε εντελώς. Έβγαλε τότε το κεφάλι του για μια στιγμή από το νερό, είδε τους ανθρώπους στην παραλία να το κοιτούν και του ήρθε να κάνει δυο τρία πηδήματα για να τους χαιρετίσει. Ύστερα βυθίστηκε και χάθηκε.
Στ’ ανοιχτά της θάλασσας βρήκε το κοπάδι του. Η μητέρα του κόντευε να πεθάνει από την αγωνία της. Μόλις το είδε, έτρεξε κοντά του κι ούτε που βρήκε τη δύναμη να το μαλώσει.
-Πού ήσουν πάλι; το ρώτησε μόνο.
-Στη στεριά, πήγα να δω τους ανθρώπους, αποκρίθηκε μαζεμένο το μικρό δελφίνι.
Το κοπάδι αυτή τη φορά τα ‘χασε. Αμέσως  μαζεύτηκε τριγύρω του για ν’ ακούσει.
-Ναι, στους ανθρώπους πήγα. Και ξέρετε τι έχω να σας πω; Οι άνθρωποι δεν είναι όπως τα λένε. Είναι καλοί, πολύ καλοί μάλιστα. Δεν έχουν κακιά καρδιά. Νοιάζονται για όποιον έχει πρόβλημα και τον βοηθούν.
Τα δελφίνια τα ‘χασαν μ’ αυτό που άκουσαν. Άλλα ήξεραν αυτά. Και το μικρό δελφίνι άρχισε να τους διηγείται την περιπέτεια που έζησε στη στεριά. Όταν τελείωσε, ο αρχηγός του κοπαδιού, το πιο μεγάλο και δυνατό δελφίνι, έδωσε έναν πήδο και βρέθηκε μες στη μέση.
-Αδέλφια μου, είπε, όσα μας διηγήθηκε το μικρό μας δελφίνι είναι θαυμάσια νέα. Αφού λοιπόν οι άνθρωποι έχουν τόσο καλή καρδιά εμείς τα δελφίνια δεν πρέπει να υστερήσουμε. Πρέπει να τους ανταποδώσουμε το καλό που έκαναν. Πρέπει να τους δείξουμε την ευγνωμοσύνη μας.
-Σωστά μιλάς, Μα τι καλό μπορούμε να κάνουμε εμείς τα δελφίνια στους ανθρώπους; απόρησε ένα δελφίνι.
-Μπορούμε, είπε τότε ο αρχηγός, και το ύφος του έδειχνε πως ήξερε  κιόλας τι θα πει.
Τότε έγινε με μιας απόλυτη ησυχία.
-Να ειδοποιήσουμε αμέσως τ’ αδέρφια μας σ’ όλες τις θάλασσες. Από σήμερα όποιο καράβι βλέπουν να ταξιδεύει να το ακολουθεί αμέσως ένα κοπάδι δελφινιών. Όταν τυχαίνει και πιάνει φουρτούνα και πέφτουν οι άνθρωποι ναυαγοί στη θάλασσα, όπως είδαμε τόσες φορές,  να βρίσκονται πάντα κοντά τους τα δελφίνια, να τους παίρνουν στη ράχη τους και να τους βγάζουν στη στεριά.
Το κοπάδι των δελφινιών θαύμασε την όμορφη ιδέα του αρχηγού τους. Αμέσως δέχτηκε με χαρά την πρόταση και με μεγάλους πήδους σκόρπισε να πάει την είδηση σ’ όλα τα δελφίνια της θάλασσας.
Έτσι το μικρό μας δελφίνι, με την αποκοτιά του, έγινε αφορμή ν΄ αρχίσει από ‘κείνη τη μέρα μια όμορφη φιλία, που κρατάει ως τα σήμερα, ανάμεσα στους ανθρώπους και στα δελφίνια. Γι’ αυτό όταν ξανοιγόμαστε στο πέλαγος, βλέπουμε ένα κοπάδι δελφινιών να τρέχει μπροστά από το καράβι μας ...






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Translate-Μετάφραση